Ελληνες πατριώτες στα χέρια μας είναι όλα, τίποτα δεν τελείωσε,
ψηλά το κεφάλι!
”Εγώ, δεν πηγαίνω να στήσω αντίσκηνα στη Μέκκα. Ούτε πηγαίνω να πω το Πάτερ Ημών ή το Άβε Μαρία μπροστά από τον τάφο του Προφήτη. Δεν κατουρώ στους τοίχους ενός τζαμιού κι ούτε θα έκανα τη χοντρή μου ανάγκη πάνω τους. Όταν επισκέπτομαι τις χώρες τους (κάτι από το οποίο δεν αντλώ καμιά ευχαρίστηση), ποτέ δεν ξεχνώ ότι είμαι ξένη και φιλοξενούμενη. Προσέχω να μην προσβάλλω τους κατοίκους με κάποια ενδυμασία, χειρονομία ή συμπεριφορά που ίσως να είναι συνηθισμένη για μας, αλλά ανάρμοστη για εκείνους.
Έτσι δεν μπορώ να ξεχάσω την εικόνα του τεράστιου αντίσκηνου που πριν δυο καλοκαίρια παραμόρφωνε την πλατεία του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας, της δικής μου πόλης.
Ήταν ένα αντίσκηνο γιγαντιαίων διαστάσεων, μια τέντα, που την είχαν στήσει Μουσουλμάνοι από τη Σομαλία, οι οποίοι διαμαρτύρονταν επειδή η Ιταλική Κυβέρνηση, για μια και μοναδική φορά, είχε αργήσει να τους ανανεώσει τα διαβατήριά τους και να δεχτεί τους συγγενείς τους που κατά ορδές επιθυμούσαν να εισβάλουν στη χώρα μας. Δηλαδή, τις μανάδες, τους πατεράδες, τ’ αδέλφια, τους θείους, τις θείες, τα ξαδέλφια, τις έγκυες γυναίκες τους και πιθανόν ακόμη κι όλους τους συγγενείς των συγγενών. Είχαν στήσει το αντίσκηνό τους δίπλα στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής, ενώ είχαν τη συνήθεια να αφήνουν πάνω στο πεζοδρόμιο τα παπούτσια τους και τα μπουκάλια με το νερό που χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα πόδια τους πριν τις προσευχές. Δηλαδή, ακριβώς μπροστά στον Καθεδρικό Ναό της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε και μονάχα λίγα βήματα από το Βαπτιστήριο.
Η σκηνή ήταν επιπλωμένη σαν ένα μικρό διαμέρισμα: τραπέζια, καρέκλες, σεζλόνγκ, στρώματα για να κοιμούνται και να γ….ν και καμινέτα για μαγείρεμα που γέμιζαν την πλατεία με μια ανυπόφορη δυσωδία. Πάντοτε διάπλατα ανοιχτή προς δημόσια θέα.
Το αμέλησε, ή καλύτερα, δεν είχε τα κότσια να το κάνει.
Επικοινώνησα και με τον Υπουργό Εξωτερικών, έναν Φλωρεντινό με έντονη φλωρεντινή προφορά, ο οποίος είχε την αρμοδιότητα να εγκρίνει ή να απορρίψει την ανανέωση των διαβατηρίων τους.
Κι αυτός υπέμενε στωικά τον ψυχικό μου αναβρασμό. Κι αυτός παραδέχτηκε ότι οι διαμαρτυρίες μου ήταν δικαιολογημένες: «Έχετε δίκιο. Πραγματικά, έχετε δίκιο». Αλλά, ούτε κι αυτός έκανε το παραμικρό για να απομακρυνθεί η σκηνή. Ακριβώς όπως ο Δήμαρχος, το αμέλησε. Ή καλύτερα, δεν είχε τα κότσια να το κάνει.
Κατόπιν (πέρασαν πάνω από τρεις μήνες) άλλαξα τη στρατηγική μου. Τηλεφώνησα στον αστυνομικό διευθυντή της πόλης και του έτριξα τα δόντια: «Αγαπητέ κύριε διευθυντά, εγώ δεν είμαι πολιτικός: όταν λέω κάτι, το εννοώ στα σοβαρά. Αν μέχρι αύριο δεν έχετε απομακρύνει την αναθεματισμένη τη σκηνή, θα της βάλω φωτιά. Ορκίζομαι, λόγω τιμής, ότι θα την κάψω κι ούτε μια διμοιρία στρατιωτών δεν θα μπορέσει να με εμποδίσει και γι’ αυτό θέλω να με συλλάβετε! Να μου περάσετε χειροπέδες, να με ρίξετε στη φυλακή, να με κλείσετε μέσα! Έτσι, οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί θα ενημερώσουν ολόκληρο τον κόσμο ότι η Φαλάτσι βρίσκεται κρατούμενη στην ίδια της την πόλη, επειδή επιχείρησε να την υπερασπιστεί. Κι αυτό θα αδειάσει τα σκατά στη μούρη ολωνών σας». Λοιπόν, σαν πιο γνωστικός από τους άλλους, ο διευθυντής της Ασφάλειας, μέσα σε λίγες μέρες είχε απομακρύνει την σκηνή. Το μόνο που απέμεινε ήταν μια έντονη και αηδιαστική δυσωδία στο πεζοδρόμιο της πλατείας. Δηλαδή, τα βρομερά υπολείμματα από την τρίμηνη σιχαμερή εκείνη κατάληψη.
Η νίκη μου όμως ήταν μια φτωχή νίκη, μια Πύρρειος νίκη. Κι αυτό επειδή αμέσως μετά, τα διαβατήρια των Σομαλών ανανεώθηκαν με την έγκριση του υπουργού Εξωτερικών, αυτού που μιλούσε με έντονη φλωρεντινή προφορά, ενώ επιπλέον όλα τα αιτήματά τους έγιναν δεκτά από την κυβέρνηση. Οπότε, σήμερα, όλοι αυτοί οι Σομαλοί διαμαρτυρόμενοι, καθώς και οι πατεράδες τους, οι μανάδες τους, τ’ αδέλφια τους, οι θείοι τους, οι θείες τους, τα ξαδέλφια τους και οι έγκυες γυναίκες τους (που, στο μεταξύ, έχουν προλάβει να γεννήσουν) έχουν εγκατασταθεί ακριβώς εκεί που ήθελαν: στη Φλωρεντία και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης.
Η συνάντηση που είχε η δημοσιογράφος με τον ιρανό ηγέτη Αγιατολάχ Χομεϊνί τον Οκτώβριο του 1979 έμελλε να μετατραπεί στη θρυλικότερη συνέντευξή της. Σύμφωνα με τον νέο ισλαμικό νόμο του θρησκευτικού ηγέτη, όλες οι γυναίκες της χώρας ήταν υποχρεωμένες να φοράνε το τσαντόρ, το ίδιο συμφώνησε λοιπόν να κάνει και η δυτική δημοσιογράφος, μην αφήνοντας ωστόσο τον Χομεϊνί να το απολαύσει: «Πώς κολυμπά κάποια μέσα στο τσαντόρ;» τον ρώτησε, κι όταν ο ηγέτης της απάντησε: «Τα έθιμά μας δεν σας αφορούν. Αν δεν σας αρέσει το ισλαμικό φόρεμα, δεν είστε υποχρεωμένη να το φοράτε», εκείνη αφαίρεσε αμέσως το τσαντόρ κάνοντας τον Χομεϊνί να εγκαταλείψει μαινόμενος τη συνέντευξη!