«Είμαστε ο Αντώνιος και ο Αθανάσιος και μας έστειλαν από την Κεφαλονιά!»

Αρκούν μόνο τα δικά του λόγια, που έχουμε όμως υποχρέωση να επαναλαμβάνουμε, γιατί υπήρξαμε αυτόπτες μάρτυρες. Αυτά έλεγε σαν κι απόψε ο π. Γεράσιμος:

Και δυστυχώς, πήρα φόρα απόψε και θα πω κάτι πολύ προσωπικό, αλλά ανήκει σε όλους μας, είναι οικογενειακό.

Πέρσι, σαν απόψε, είχα πάει στην κηδεία του αδελφού του δεσπότη μας, στη Λάρισα και στην Αθήνα ήμαστε με τον π. Ιερόθεο τον Σουρβάνο. Τον ξέρετε όλοι τον π. Σουρβάνο, εξαιρετικός, διαμάντι κληρικός.

Ήμαστε μαζί στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι όπου η γυναίκα που μας φιλοξένησε είχε τη μάνα της άρρωστη με καρκίνο στο νοσοκομείο. Αυτή η γυναίκα, η καημένη, είχε κάνει την ένεση της χημειοθεραπείας.

Εμείς προχωρήσαμε προς το αεροδρόμιο για να επιστρέψουμε στην Κεφαλονιά, μαζί με τον π. Ιερόθεο. Πριν φύγουμε είχε ανεβάσει λίγο πυρετό. Εγώ ξέρω, δυστυχώς, από καρκίνο, είχα την καημένη τη Βασιλική, και τους είπα:

“’Ετσι γίνεται, είναι από την ένεση, 38 πυρετός θα περάσει”, και φύγαμε, ήλθαμε στην Κεφαλονιά πέρσι σαν απόψε. Από το αεροδρόμιο κατευθείαν στην Τασία και στο μοναστήρι στον Άγιο Ανδρέα για την αγρυπνία του Αγίου Αθανασίου.

Αρχίσαμε την αγρυπνία, αλλά επειδή θυμόμουνα ότι ο π. Παϊσιος είχε πει:

“Γιορτάζει ο υποτακτικός του Μεγάλου Αντωνίου, ο Μέγας Αθανάσιος. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλος είναι ο Μέγας Αντώνιος, το δακτυλάκι το μικρό του χεριού του είναι ο Μέγας Αθανάσιος”.

Και έψαλλε και τους δύο αγίους στη γιορτή του Αγίου Αθανασίου.

Λέω στους ψάλτες να ψάλλουμε απόψε και για το Μ. Αντώνιο. Του Αγίου Αθανασίου ξημέρωνε. Η ηγουμένη μέσα απόρησε:

Μα τι πάθατε απόψε και λέτε για τον Μ. Αντώνιο αφού του Α. Αθανασίου ξημερώνει;” Εγώ υπομονή, και τους δύο πατέρες. Το ίδιο και η Τασία και ο Παναγάγγελος. Προχωράει η αγρυπνία, στη λιτή, στους άρτους, στη λειτουργία Αντωνίου και Αθανασίου, μαζί πατέρας και γιος, γέροντας και υποτακτικός μαζί, ψάλλαμε.

Τέλειωσε η αγρυπνία, φεύγουμε με τον Παναγάγγελο τον Καραβιώτη. Μου λέει

“Μα τι πάθατε και ψάλλατε για τον Άγιο Αντώνιο αφού είναι του Αγίου Αθανασίου;”

Εγώ το χαβά μου. Κι η Τασία μαζί. Την ξέρετε όλοι την Τασία.

“Τι πάθατε και ψάλλατε τον Άγιο Αντώνιο απόψε;”

Τίποτε, εγώ τη δουλειά μου. Θυμόμουνα τι έκανε ο Γέροντας Παϊσιος. Πάμε σπίτι.

Το πρωί με παίρνουν τηλέφωνο από την Αθήνα. Δεν ξέραν τίποτα στην Αθήνα, ούτε για αγρυπνίες, ούτε για Άγιο Ανδρέα, ούτε για Άγιο Αθανάσιο, ούτε για Άγιο Αντώνιο. Εννιά η ώρα το πρωί η γυναίκα που μείναμε σπίτι της στο τηλέφωνο μου λέει:

“Γεράσιμε τι πάθατε απόψε;”

Τι πάθαμε;” λέω εγώ.

“Κάνατε καμμιά προσευχή;”

“Εγώ είμαι καλόγηρος και ο καλόγηρος προσευχές κάνει πάντα. Τι έγινε;”

“Η μάνα μου, όταν φύγατε από το σπίτι, ανέβασε 41 πυρετό, έπεσε ο αιματοκρίτης και την πήγαμε στο νοσοκομείο, στο Αλεξάνδρα”.

Είπε ότι έπεσε σε κώμα η γυναίκα και γύρω στις 12:30, την ώρα που κάνουμε παράκληση υπέρ καρκινοπαθών, ναρκομανών, καρδιοπαθών εμφανίστηκαν εκεί δύο κληρικοί, με τα καλυμαύχια, με τα ράσα και πήγανε κοντά της. Αυτή κατάλαβε ότι πρόκειται περί ανθρώπων αρετής και σηκώθηκε να πάρει την ευχή τους.

“Ποιοι είστε, πατέρες μου, να πάρω την ευχή σας;”

“Είμαστε ο Αντώνιος και ο Αθανάσιος και μας έστειλαν από την Κεφαλονιά”.

Την ευλόγησαν και΄ από εκείνη τη στιγμή η γυναίκα καλυτέρευσε και σήμερα ζει και βασιλεύει.

[ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ »Ο π. Γεράσιμος Φωκάς όπως τον ζούμε»]


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!