– Ἀφοῦ μέ βγάζεις ἀπό τήν κατοικία μου, τοῦ εἶπε ἐκεῖνο, θά μπῶ μέσα σου.
– Ἔλα, τοῦ ἀποκρίθηκε θαρραλέα ὁ Γέροντας.
Ἔτσι μπῆκε μέσα του τό δαιμόνιο καί τόν βασάνιζε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια! Ὑπέμεινε μέ καρτερία τόν πόλεμο, ἀλλ᾿ ἀντιπολεμοῦσε κι ἐκεῖνος μέ τόν ἐχθρό μέ ὑπεράνθρωπη νηστεία καί ἀκατάπαυστη προσευχή. Ὅλα αὐτά τά χρόνια δέν ἔβαλε οὔτε μιά φορά στό στόμα του μαγειρευμένη τροφή.
Νικημένο τέλος τό δαιμόνιο ἀπό τόν ἀκατάπαυστο ἀγώνα, ἀπομακρύνθηκε.
– Γιατί φεύγεις; τό ρώτησε ὁ Γέροντας. Ἐγώ πάντως δέν σέ διώχνω.
– Μέ ἀφάνισε ἡ νηστεία σου! κραύγασε ἐκεῖνο καί ἔγινε ἄφαντο.”(Είπε γέρων)