(Πως θα γίνει, ρε παιδιά, να μοιάσουμε στον “κυρ-Βασίλη;)
Πιάνω το νήμα ενός μεγάλου κουβαριού ακριβώς από κει που τελειώνει το ερώτημα του φίλου Αμφοτεροδέξιου, ο οποίος έκανε την ανάρτηση που προηγείται και στην κυριολεξία “μας τίναξε τα μυαλά στον αέρα” υπό την έννοια ότι αυτοκαταργήθηκαν επί τόπου λογικές, συμβατικότητες, κατά συνθήκη “ευπρέπειες” και μόλις είδα τον κυρ Βασίλη έβαλα τα κλάματα ενώ οι φοιτητές στο γραφείο με κοίταζαν περίεργα και αμήχανα.
Ο κυρ Βασίλης λοιπόν υπήρξε ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που συνέχιζαν να με λένε “Λενάκι” και ας ήμουν ήδη 50φεύγα, όταν εκοιμήθη. Γιατί Λενάκι με φώναζαν όλοι στην γειτονιά και ο κυρ Βασίλης ήταν της γειτονιάς μου και με ήξερε απ’όταν γεννήθηκα και ήμουν όντως…Λενάκι.
Όμως δεν συγκινήθηκα τόσο γιαυτό, όσο για τούτο χαρτί με τα γράμματά του (υποθέτω)που έτσι που το βλέπω παίζει και να ήταν κομμάτι από κανέναν σάκο αλεύρων καθώς ο κυρ Βασίλης ήταν φούρναρης στο επάγγελμα. Δηλαδή (λέω εγώ τώρα) όταν αξημέρωτα κατέβαινε στον φούρνο να ζυμώσει, ίσως, όσο το ψωμί ήταν στην στόφα για να φουσκώσει, αυτός να έγραφε αυτά τα σημειώματα για τον Αγαπημένο στα τραχιά χαρτιά των παλαιών σάκων…
Άλλωστε όλη του η πατρική οικογένεια είχε παράδοση στην βιωματική προσευχή -δια βίου, θα λέγαμε σήμερα-.
Ξεχώριζαν στην παλιά μας συνοικία οι παππούδες και οι γονείς του για την προσήλωσή τους στην Εκκλησία και μάλιστα ο Θεός τους αντάμειψε με το να είναι ο παππούς του κυρ Βασίλη -Βασίλης και κείνος- ο ευλογημένος άνθρωπος που βρήκε την εικόνα των Αγίων Αναργύρων που αποτελεί το σέμνωμα και το καύχημα του ομώνυμου ενοριακού μας ναού.
Αντιγράφουμε από το βιβλίο με την ιστορία του ναού μας :
“1905 Στην περιοχή που εκτείνεται βορειοδυτικά του Κάστρου του Βόλου και στο δρόμο προς τη Λάρισα, στην περιοχή «Καπακλή», ζει και εργάζεται ένας καλός χριστιανός, ο Βασίλειος Κορδέλας. Έχει τις ρίζες του στην ηρωομάνα Ήπειρο κι έφερε από τα Γιάννενα, μαζί με την εργατικότητα και την καλοσύνη του, και τη βαθειά πίστη του στο Θεό, σ’ Εκείνον που όταν ήταν μικρό παιδί θαυματουργικά τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, λες και τον προετοίμαζε για την σημαντική αποστολή που έμελλε αργότερα να του αναθέσει. Είναι μπαξεβαναίος, δηλ. Ιδιοκτήτης γης, που την καλλιεργεί μαζί με τους εργάτες του για τον καθημερινό επιούσιο. Κι όλα στη ζωή του θα κυλούσαν ήρεμα, σαν των πολλών ανθρώπων τη ζωή, αν δεν παρουσιαζόταν εκείνη η δυναμική παρέμβαση του Θεού, που διακριτικά πάντοτε αλλάζει τη ροή της ιστορίας και το βίο των χριστιανών.
Σεβαστές γερόντισσες σήμερα, που κατοικούν στην ενορία μας, η Μαρία και η Ελένη Κορδέλα, νύφες του Β. Κορδέλα (παντρεύτηκαν τους γιους του) (σημείωση τι και πώς”: Η Μαρία είναι η μητέρα του κυρ Βασίλη) αφηγούνται σε τρεις από τους Εφημέριους της ενορίας (τον π. Συμεών, τον π. Νικόλαο και τον π. Ευάγγελο) πως άκουσαν από τον ίδιο τον πεθερό τους την ιστορία για την εικόνα των Αγίων Αναργύρων:
-Άκουσε ο πεθερός μας φωνή το βράδυ στον ύπνο του που του έλεγε «Έλα να με βρεις». Αυτός δεν έδωσε σημασία. Το άλλο βράδυ τα ίδια. «Έλα στο τάδε μέρος, εκεί που είναι τα τσαντήρια τα γύφτικα. Από κάτω είναι ναός ειδωλολατρικός. Εκεί θα σκάψεις». Αυτός και πάλι δεν έδωσε σημασία. Το τρίτο βράδυ του φάνηκε σαν να τρώει ξύλο στον ύπνο του και μια φωνή να του λέει «Εμπρός, σήκω!». Το πρωί ξύπνησε και ήταν μελανιασμένος. Κατάλαβε πως ήταν από το Θεό. Πήρε τους εργάτες, κάπου δεκαπέντε είχε, και με τα τσαπιά άρχισαν να σκάβουν. Στην αρχή βρήκαν κοκάλα πολλά. Επτά κάρα κόκαλα έβγαλαν, τα πήρε ο πεθερός μας και τα πήγε στο νεκροταφείο και τα έθαψε. Σκότωσαν κόσμο εκεί μέσα. Λένε πως πολύ παλιά εκεί ήταν εκκλησία και πήγε ο κόσμος για να γλιτώσει, αλλά ήλθαν οι τούρκοι κι είδαν τους Έλληνες μέσα. Τότε διέταξε ο τούρκος και έκοψαν τον θόλο, γκρεμίστηκε κι έμειναν οι άνθρωποι μέσα. Μεγάλο κακό έγινε.
-Μετά βρήκαν και θρησκευτικά. Μανουάλια βρήκαν, θυμιατά βρήκαν, ένα σταυρό, πατερίτσες…
-Η εικόνα πώς βρέθηκε;
-Ένας από τους εργάτες τη βρήκε. Ο πεθερός μας εκείνη την ώρα δεν ήταν εκεί. Αυτός που τη βρήκε, πήγε και την πούλησε σ’ έναν ταβερνιάρη για ένα εικοσιπεντάρι τσίπουρο!
-Το βράδυ οι Άγιοι Ανάργυροι του λένε «Μην ψάχνεις, με βρήκανε. Είμαι στο τάδε μέρος και έλα να με ζητήσεις. Κι αν δεν σου τη δώσει θα δεις και σημάδι».
-Πάει ο πεθερός μας και τη ζητάει από τον ταβερνιάρη. Εκείνος δεν του την έδωσε. Όμως μετά έγινε καμπούρικο το παιδί του ταβερνιάρη. Βλέπει τότε ο Κορδέλας καινούριο όνειρο κι ακούει φωνή να του λέει «Να ‘ρθεις να με πάρεις. Είμαι στη Σουρβιά».
-Δηλαδή, τι είχε γίνει;
-Ο ταβερνιάρης, αφότου έγινε καμπούρικο το παιδί του, το θεώρησε για σημείο και πήγε την εικόνα στη Μονή Σουρβιάς και την έδωσε στον Ηγούμενο.
-Και πήγε ο παππούς ο Κορδέλας και την πήρε;
-Όχι έτσι απλά, δεν θα του την έδινε ο Ηγούμενος. Ο Άγιος όταν φανερώθηκε στον ύπνο του, τον πρόσταξε «Να φτιάξεις μια εικόνα με αυτές τις διαστάσεις και να την πάρεις μαζί σου στο Μοναστήρι». Αυτό και έκανε. Πήγε στη Σουρβιά και ζήτησε την εικόνα από τον Ηγούμενο. Αυτός δεν του την έδινε, γιατί στο μεταξύ την είχαν βάλει σε μια γωνιά στο τέμπλο και το σημείο εκείνο θα έμενε γυμνό. Τότε ο Κορδέλας του λέει «Στάσου, δέσποτα, και θα δεις» και βγάζει και δίνει στον Ηγούμενο την εικόνα που είχε φέρει μαζί του. Ήταν ακριβώς στις διαστάσεις του τέμπλου, που χρειαζόταν. Κι όχι μόνο αυτό. Οι Άγιοι του είχαν πει πώς είναι η εικόνα, πως έχει πίσω ένα μεγάλο ρόζο. Τα είπε και αυτά και τότε ο Ηγούμενος πείσθηκε σ’ αυτά που του έλεγε ο Κορδέλας και του έδωσε την εικόνα.
-Την έφερε εδώ την εικόνα και φτιάξανε μια παράγκα, σαν εκκλησιά και τη στήσανε στου Κλεάνθη. Εκεί βάλανε την εικόνα. Βρήκανε και Αγίασμα, αυτό που σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά φτιάξανε λίγο μεγαλύτερη την εκκλησία. Το’35 που παντρεύτηκα εγώ δεν ήτανε πια παράγκα, ήτανε πέτρινη εκκλησία.
Η συζήτηση με τις σεβαστές γερόντισσες σίγουρα φωτίζει σ’ ένα σημαντικό βαθμό τις απορίες μας γύρω από την εύρεση της ιεράς εικόνας των Αγίων και το κτίσιμο του πρώτου μικρού Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμίσουμε πως ο μεν λαός του Βόλου έσπευσε από την πρώτη στιγμή να τιμήσει το γεγονός αυτό και να προσκυνήσει με δέος την ιερά εικόνα, κάποιοι όμως από τους άρχοντες και τους δημοσιογράφους στάθηκαν με καχυποψία, ακόμη και με εχθρότητα, απέναντι στους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι ο Βασίλειος Κορδέλας δικάστηκε και φυλακίστηκε διότι έσκαψε χωρίς άδεια της αρχαιολογίας(!), οι δε εφημερίδες της εποχής χαρακτήριζαν «ονειροπόλο αγύρτη» και «παγαπόντη» τον ίδιο, «πραξικόπημα» την ανέγερση του μικρού Ναού, αλλά και «θρησκομανείς και εύπιστους» εκείνους που πήγαιναν να προσκυνήσουν την εικόνα.
Ήδη όμως η νέα πραγματικότητα είναι τετελεσμένη και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει ούτε τα γεγονότα ούτε τους ανθρώπους, που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά, αλλά κυρίως δε μπορεί να μπει φραγμός στην πίστη και την ευσέβεια του λαού μας. Το πολύ καλά διατηρημένο μέχρι σήμερα «Βιβλίον πράξεων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εν Βόλω Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων εν Καπακλί» ανοίγει στις 30 Μαΐου 1906-δηλ. Ένα χρόνο μετά την θαυμαστή εύρεση της ιερά εικόνας-με την Πράξη, που είχε αριθμό πρωτοκόλλου 1 και αφορά στη σύσταση του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Πρόεδρος, κατά την συνήθεια της εποχής, είναι ο Δήμαρχος Παγασών Α. Γεωργιάδης και μέλη οι:Βασίλειος Κορδέλας, Δημήτριος Καζάζης, Ξενοφών Κλεάνθης και Ιωάννης Ξάνθης. Εκλέγεται Ταμίας του Ιερού Ναού ο Δημήτριος Καζάζης «ικανός και κατάλληλος περί την διχείρισιν». Στο τέλος υπογράφουν ο Πρόεδρος και τα μέλη Καζάζης, Κλεάνθης και Ξάνθης ενώ για τον ολιγογράμματο Κορδέλα υπογράφει «κατ’ εντολήν του» ο Κλεάνθης.”
Από δω και πέρα όλα μπερδεύονται γλυκά και οι Άγιοί μας και όσοι γύρω από την εκκλησιά χτίζουν την ζωή τους έχουν αλισβερίσι, “συναλλαγές”, ευλογίες, κεριά, κλάματα και θαύματα, παράξενα, εξαίσια, πορεία κοινή τέλος πάντων καθώς μιλάμε για εποχές που οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να φανταστούν την ζωή τους ξεχωρισμένη από τον Θεό.
Η θύμησή μου φτάνει πιο πίσω και από τον κυρ Βασίλη, στον πατέρα του Βαγγέλη που ήταν επίτροπος του ναού, μαζί και με τον δικό μου παππού και ακόμη πρωτύτερα στην εκ μητρός γιαγιά του την Παπαδοπουλίνα (όπως την ονομάτιζε η δική μου γιαγιά) η οποία είχε φούρνο λίγα μέτρα από την πατρική μου οικία και ήταν εκεί και η συχωρεμένη η κυρά Μαρία η μάνα του. Ύστερα ο φούρνος ξαναχτίστηκε σε ένα οικόπεδο απέναντι και πέρασε στα χέρια του κυρ Βασίλη και της γυναίκας του της κυρίας Άννας (άλλη περίπτωση…”οικογενειακή” ετούτη).
Δεν ξέρω αν έχει κάποια σημασία αλλά στον χώρο όπου υπήρξε ο παλιός φούρνος δεν χτίστηκε κάτι (ίσως και να απαλλοτριώθηκε από τον Δήμο) και υπάρχει ένα εικονοστάσι στο όνομα των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης.
Για ένα διάστημα δεν βλέπαμε τον κυρ Βασίλη, αν θυμάμαι καλά δούλεψε στην Γερμανία. Μετά όμως ο καινούργιος φούρνος… “Αρτοποιείον” έγινε χώρος όπου θα έβρισκες χαμόγελα, πολλά χαμόγελα, ένα αγαθό βλέμμα (το διατήρησε ως το φευγιό του για τον Παράδεισο) να σε τυλίγει και να νιώθεις ζεστός στα κρύα του κόσμου και έβρισκες επίσης το “προς την Νίκην” και τον “Σωτήρα” (αν τα ήθελες, κανένας δεν σε κυνηγούσε να τα πάρεις).
Μια μεγάλη εικόνα “ο ευλογών” σε κατατόπιζε για τις συντεταγμένες του αρτοποιού και ένα τσούρμο παιδιά ολόγυρα πιστοποιούσαν την ευλογία που δεχόταν αυτή η οικογένεια -πιθανόν σε συνέχεια της ευλογίας των υπ’αυτής ευρεθέντων Αγίων-…..
Μεγάλωσαν τα παιδιά και πρόκοψαν (αναπόφευκτα).
Ο κυρ Βασίλης πήρε σύνταξη. Τώρα ανέβαινε και στο ψαλτήρι. Όταν πήγαινε σε άλλους ναούς να ψάλει ρωτούσα την κυρία Άννα τι κάνει και μου έλεγε ότι πονούσαν τα πόδια του.
Ε καλά, σκεφτόμουν, ολονών τα ποδάρια πονούν όταν μεγαλώνουν.
Κάπως έτσι ούτε που το καταλάβαμε ότι ο καλός αυτός άνθρωπος μάλλον είχε ξεκινήσει με τα πόδια για τον Παράδεισο….
Ύστερα μαυροντύθηκε η σύζυγος, τα τέκνα, οι λοιποί συγγενείς….
Ξαναθυμήθηκα που με φώναζε Λενάκι, φόρεσα κορδέλα στα μαλλιά μου (που εν τω μεταξύ πέτυχα να τα μακρύνω) το γέλιο του, ένιωσα ευτυχής που ευλογήθηκα να τον γνωρίσω αλλά και μια μικρούλα θλίψη, αυτήν που νιώθει ο καθείς όταν φεύγουν κομμάτια της ευτυχισμένης ζωής του.
Και σήμερα ήρθε η φωτογραφία, ήρθε το σημείωμα, ήρθε και η ερώτηση “Πως θα γίνει, ρε παιδιά, να μοιάσουμε στον “κυρ-Βασίλη;” για να μου τινάξουν στον αέρα τα μυαλά και τα “καθωσπρέπει” αλλά και να γίνουν αφορμή να απαντήσω στον αδελφό Αμφοτεροδέξιο: Ο κυρ Βασίλης αγαπούσε ανυπόφορα και ταυτόχρονα απλά ( με τον αβίαστο τρόπο που απλά ανασαίνουμε) τον Χριστό και Εκείνος διαφέντευε την ζωή Του. Μοιρασμένα πράγματα δηλαδή για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις!
Πως λέμε “πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα”, ένα τέτοιο πράγμα. Αλλά “Πάσαν” όμως, όπως θα τόνιζε χαμογελώντας ο κυρ Βασίλης!
Αντέχουμε;