Ἁγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες καὶ Ἀσκήτριες καὶ Ἀμμοῦν ὁ διδάσκαλος αὐτῶν

Οἱ Ἅγιες αὐτὲς γυναῖκες ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Λικινίου στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θράκης. Ὁ ἡγεμὼν τῆς περιοχῆς Βάβδος (περὶ τὸ 305 μ.Χ.) τὶς συνέλαβε ὡς χριστιανὲς καὶ τὶς προέτρεπε νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα.
Ἡ Κελσίνα, μία ἐξ αὐτῶν καὶ ἡ πρώτη της πόλεως, μετὰ τὴ θαρραλέα ὁμολογία τῆς πίστεώς της τὶς ἐσύναξε ὅλες στὴν οἰκία τῆς μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό τους, διάκονο Ἅγιο Ἀμμοῦν, γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν πρὸς τὸ μαρτύριο. Ὁ Ἀμμοῦν πῆρε τὸ χαρτὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους καὶ τὰ διάβασε δυνατὰ ἕνα-ἕνα. Ὕστερα εἶπε: «Ἀγωνισθῆτε ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ μαρτυρίου, διότι ἔτσι θὰ καθίσει καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς στὴν πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας καὶ θὰ σᾶς προσκαλεῖ μία-μία κατ’ ὄνομα, γιὰ νὰ σᾶς ἀποδώσει τὸν στέφανο τῆς αἰωνίου ζωῆς».
Ὅταν καὶ πάλι τὶς ἀνέκρινε ὁ ἡγεμών, ὁμολόγησαν ὅλες σταθερὰ τὴν πίστη τους. Μὲ τὴν προσευχὴ τοὺς συνέτριψαν τὰ εἴδωλα καὶ ὁ ἱερεὺς τῶν εἰδώλων ἀνυψώθηκε στὸν ἀέρα, μέχρις ὅτου, βασανιζόμενος ἀπὸ πύρινους ἀγγέλους, ἔπεσε νεκρὸς στὴ γῆ. Τότε ὁ Βάβδος πρόσταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο Ἀμμοῦν, νὰ τοῦ ξύσουν τὶς πλευρές, νὰ κάψουν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ νὰ τοῦ φορέσουν στὸ κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία. 
Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος διαφυλάχθηκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰ μαρτύρια, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τὶς μαθήτριές του ἀπὸ τὴ Βερόη (σημερινὴ Στάρα Ζαγορὰ τῆς Βουλγαρίας) στὴν Ἡράκλεια, στὸν βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ ὁδὸν ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἐνεθάρρυνε. Φθάνοντας στὴν πόλη πῆγαν στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν κατατεθεῖ τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ἐνῶ διανυκτέρευαν ἐκεῖ προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε ἡ Ἁγία λέγοντας: «Καλῶς ἤλθατε, ἅγιες δοῦλες τοῦ Θεοῦ! Πρὸ πολλοῦ περίμενα τὴν λαμπρὴ ἐν Χριστῷ συνοδεία σας, γιὰ νὰ χορεύσωμε στεφανωμένες ὅλες μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στὴν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο μέχρις αἵματος ὁμολογήσαμε».
Στὴν Ἡράκλειά τους ἔριξαν στὰ θηρία. Οἱ ἅγιες γυναῖκες μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν ὄρθιες μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια, τὰ δὲ θηρία κατελήφθησαν ἀπὸ ὕπνο καὶ δὲν τοὺς ἄγγιξαν. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ στρατιῶτες ἀναβαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὶς ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στὸν ἀσεβῆ Λικίνιο τὴν ἐπικράτηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τὴ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τὴν κατάργηση τῆς εἰδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ δέκα ἀπὸ αὐτὲς πήδησαν ἀγαλλόμενες μέσα στὶς φλόγες ὑμνώντας τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐδρόσισε τὸ πῦρ. Ἔτσι, αὐτὲς μὲν ἐτελειώθησαν ἐν εἰρήνη στὴν πυρά, ὀκτὼ δὲ ἀποκεφαλίστηκαν μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό τους Ἀμμοῦν. Ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες οἱ δήμιοι ἄλλες κατέσφαξαν καὶ σὲ ἄλλες ἔβαλαν στὸ στόμα πυρακτωμένα σίδερα. 
Τὰ ὀνόματά τους ἔχουν διασωθεῖ στὸ ἀρχαῖο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) καὶ εἶναι: Λαυρεντία ἡ διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (ἡ Θεοκλεια), Δωροθέα, Εὐτυχιανή, Θέκλα, Ἀρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Εὐλαλία (ἡ Εὐθυμία), Λαμπροτάτη, Εὐφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ἀκυλίνα, Θεοδούλη, Ἁπλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ἰουλιάνα, Ἀμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαῦρα, Γρηγορία, Κυρία (ἡ Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Ἀγαθονίκη, Ἰούστα, Εἰρήνη, Ματρώνα (ἡ Ἀγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Ἄννα (ἡ Ἀνθοῦσα).
Ὡστόσο, στὴν ἀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ σὲ νεότερους Συναξαριστὲς ἀπαντοῦν τὰ ἑξῆς ὀνόματα: Ἀδαμαντίνη, Ἀθηνᾶ, Ἀκριβῆ, Ἀντιγόνη, Ἀριβοία, Ἀσπασία, Ἀφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ἐλπινίκη, Ἐρασμία, Ἐρατώ, Ἑρμηνεία, Εὐτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεονύμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Οὐρανία, Πανδῶρα, Πηνελόπη, Πολυμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωᾶς, Χάϊδω καὶ Χαρίκλεια (βλ. Πρώτ. Κῶν/νοῦ Πλατανιτου, Ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀποστολικὴ Διακονία, ἔκδ. Δ , 1997, σέλ. 23 ὑποσ.)


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!