Η δύναμη της Ευχής με το κομποσχοίνι

Κομποσκοίνι: Μια ιστορία για τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού, της ευχής, όπως ακριβώς τη διηγήθηκε ο πατήρ Ελπίδιος Βαγιανάκης, μέλος της ιεραποστολικής αδελφότητος στην Ουγκάντα μια συζήτηση που είχε με τον πατέρα Αντώνιο, Αφρικανό ιερέα, που πήρε την θεολογική του μόρφωση και την Ελληνική γλώσσα στην Ελλάδα, και που είναι μέλος αυτής της εξωτερικής ιεραποστολής σ’ αυτή τη χώρα.

Διηγείται λοιπόν ο πατήρ Ελπίδιος…

Αδελφοί μου με τον πατέρα Αντώνιο γνωριστήκαμε σε μια δύσκολη φάση της οικογενειακής του προσωπικής ζωής, πριν από καιρό. Τι είχε συμβεί; Όταν ξεκίνησε να κάμει το έργο του στην Αφρική, να βοηθάει τα ορφανά, να μιλάει για το Χριστό, να βαπτίζει και να κατηχεί, όλοι οι μάγοι συνασπίστηκαν και άρχισαν να κάνουν μάγια και τελετές, ιδίως μαύρη μαγεία με βουντού, ώστε να του δημιουργήσουν πρόβλημα και τελικά να τον διώξουν απ’ τη χώρα τους.

Επειδή όμως δεν μπορούσαν να κτυπήσουν τον ίδιον τον ιερέα, γιατί τον προφύλαγε η χάρις της ιεροσύνης, αφενός μεν και γιατί δεύτερον τελούσε το μυστήριον της Θείας Λειτουργίας, που η Θεία Λειτουργία είναι μία φοβερά δύναμις, και δεν μπορεί εύκολα ο Σατανάς να πειράξει τον ιερουργό, τον λειτουργό του Θεού του Υψίστου, αν εκείνος δεν δώσει το δικαίωμα, βέβαια, οπότε οι δαίμονες προσπάθησαν τότε να κτυπήσουν και να διαλύσουν του σπίτι του.

Είναι περιττό να σας πω ότι οι περισσότερες οικογένειες και μάλιστα πολυμελείς, δεν έχουν ακόμα εγκαταλείψει την ειδωλολατρία σ’ εκείνη τη χώρα, και κάνουν μαγικές τελετουργίες, και απ’ όσα είχε διηγηθεί ο πατήρ Αντώνιος, μία συγγενής τους ασχολείτο ακόμα με τη μαγεία. Έτσι λοιπόν, μέσω των μαγικών αυτών τελετών, έκαναν τη σύζυγό του, μια πολύ χαριτωμένη κοπελίτσα πρεσβυτέρα νεαρή, την Χαριτίνη, όπως είχε βαπτιστεί, «Χάρια» την ονόμαζαν στην Αφρική, να μη μπορεί να σταθεί στο σπίτι της, και να υποφέρει συνεχώς από τον πόλεμο των δαιμόνων.

Και όταν ακούγονταν προσευχές ή ύμνοι στην Παναγία μας, ή όταν θύμιαζε ο ιερεύς την «Τιμιωτέρα», να κουφαίνεται η ίδια. Να μη μπορεί να ακούσει τίποτα και να κοιμάται όρθια, ή και να πέφτει ακόμα κάτω. Και συνερχόταν μονάχα όταν ο σύζυγός της ο ιερεύς έλεγε το «Δι ευχών των Αγίων Πατέρων».

Μάλιστα επειδή και αυτή, δεν γνωρίζει περισσότερα για τον Χριστιανισμό, και εξακολουθεί να έχει πολύν άγνοια, προσπάθησε ο Σατανάς, να εκμεταλλευθεί αυτή την άγνοια, τα λίγα δηλαδή που ήξεραν για την πίστη του Χριστού την αγία, και να την πειράζει έτι περισσότερον. Να φανταστείτε ότι της παρουσιάστηκε ο ίδιος ο διάβολος μπροστά της, ολόκληρος.

«Άσε το Χριστό», της είπε. «Εγώ και κείνος είμαστε ίδιοι. Άφησε τον Χριστό. Για μένα και μόνον θα δουλεύεις».

Η Χαριτίνη λοιπόν μια μέρα, αφού είχε δει το Σατανά, να της λέει

«Τίποτα δεν είναι ο Χριστός, εγώ και κείνος είμαστε το ίδιο πράγμα και να υπηρετείς εμένα και όχι Εκείνον», είχε έρθει σε πολύ μεγάλη απογοήτευση, και δεν ήξερε πλέον πώς να αντισταθεί και πώς να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση.

Ε, κάποτε, ύστερα από τόσον οδυνηρό πόλεμο, πήγε να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί από τον πόνο αυτόν, και το βάσανο που τραβούσε μέρα νύχτα. Και τι λοιπόν σ’ αυτήν την προσπάθεια αναπαύσεως, τι είδε; Είδε λοιπόν απέναντι από το πτωχό εικονοστάσι που είχε, από την εικόνα του Χριστού, να βγαίνει ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ωραιότατος, κεχαριτωμένος, μέσα σ’ ένα υπέρλαμπρο φως, περισσότερο δυνατό και από το φως του ηλίου, και με χαρά να της λέγει:

«Παιδί μου Χαριτίνη, για μένα πρέπει να δουλέψεις, στο όνομά Μου βαφτίστηκες, εγώ είμαι ο Κύριος και ο Θεός σου».

Μ’ αυτά τα λόγια έκανε και ο Χριστός ανοιχτή την πρόσκληση σ’ αυτήν την μικρή πρεσβυτέρα την Χαριτίνη, να δουλέψει και αυτή, κοντά στο σύζυγό της, σαν ιεραπόστολος, αλλά και να μην φοβάται πλέον τον διάβολο.

«Κύριέ μου», του απάντησε, «εγώ το θέλω. Αλλά δε μ’ αφήνει ο άλλος».

Ο Κύριος δεν της απάντησε… Εξαφανίστηκε.

Μετά από λίγο αμέσως, παρουσιάζεται και πάλι ο διάβολος, ο Σατανάς.

«Δεν θα δουλέψεις για Κείνον. Για μένα θα δουλέψεις. Γιατί ήσουνα πάντα δική μου από τότε που γεννήθηκες. Αυτός σε κοροϊδεύει καϋμένη, και γω, δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις ποτέ από κοντά μου».

Πώς να αντιδράσει λοιπόν αυτή η δυστυχισμένη πρεσβυτερούλα, δεν γνώριζε.

Και τότε λοιπόν, της παρουσιάζεται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, χωρίς να ξέρει ποιος ήταν και της λέει:

«Παιδί μου μη φοβάσαι, ακολούθησε τον Χριστό, κάμε Του υπακοή, και αυτός θα σου δώσει πολλή δύναμη. Μη φοβάσαι τον διάβολο. Δεν είναι τίποτα».

«Ναι», του λέει, «αλλά συ ποιος είσαι»;

«Εγώ», της λέει, «είμαι ο Γαβριήλ».

Όταν συνήλθε από την έκσταση αυτήν, γιατί τίποτα δεν ήταν στον ύπνο της, πήγε στον παπά, και για πρώτη φορά βρήκε το κουράγιο και του διηγήθηκε όσα συνέβαιναν. Βέβαια ο παπάς κατάλαβε ότι και ποιος ήταν ο Κύριος, ποιος ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, και ποιος ήταν ο διάβολος.

Ο πατήρ Αντώνιος, όντας ιερεύς με ταπεινό φρόνημα, συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα που παρουσίαζε η πρεσβυτέρα του, υπερέβαινε τις δικές του δυνάμεις, γιατί ο καημένος δεν ήξερε και πολλά, και για να λυθεί αυτό το οξύτατο πρόβλημα, της συνέστησε να κάμει μια ανοιχτή εξομολόγηση και να πει όσα είδε και άκουσε τόσες φορές, σε έναν εμπειρότερο ιερέα που είχε έρθει από την Ελλάδα.

Όταν λοιπόν αυτή η κοπελίτσα ήρθε σε μένα, η πρεσβυτερούλα για εξομολόγηση, λέγει ο πατήρ Ελπίδιος, και την είδα τόσο πικραμένη, τόσο δακρυσμένη και τόσο τρομοκρατημένη, θυμήθηκα κάτι ανάλογο που είχε συμβεί σε μένα παλιά, όταν πρωτοξεκίνησα, νεαρός τότε ιερεύς. Τότε μου έδειξε η χάρις του Θεού, πώς να πολεμώ με το κομποσχοίνι και με την ευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», τον διάβολο και όλες τις μεθοδίες του. Και της είπα:

«Χαριτίνη μου, ο Σατανάς δε φεύγει με κανέναν άλλον τρόπον, παρά μόνον με την προσευχή. Το είπε και ο ίδιος. ‘Τούτο το γένος των δαιμόνων, δεν φεύγει από κανέναν άνθρωπο, παρά μόνον με προσευχή και νηστεία’. Γι αυτό λοιπόν από τώρα και στο εξής, τις νηστείες τις τηρείς, θα λες το όνομα του Ιησού Χριστού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», μέρα νύχτα, όσο μπορείς, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, όσο είσαι ξυπνητή, ακόμα και τη νύχτα. Και της έδωσα ένα κομποσχοίνι με πενήντα κόμπους και της είπα: ‘Με αυτό θα πολεμάς, όχι μόνον τον διάβολο αλλά και όλους τους μάγους της περιοχής’. Πράγματι, πήρε το κομποσχοινάκι και από κείνη την ημέρα, άρχισε να προσεύχεται όπως ακριβώς την εδίδαξε ο πατήρ Ελπίδιος.

Και έφθασε σε τέτοιο σημείον, ώστε πλέον, όχι αυτή να φοβάται τον διάβολο, αλλά ο Σατανάς να φοβάται την Χαριτίνη, επειδή συνεχώς και αδιαλείπτως έλεγε το όνομα του Ιησού Χριστού, στο οποίον «κάμπτει παν γόνυ και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων», δηλαδή των δαιμόνων. Μάλιστα σε τέτοιο σημείο έφθασε ο φόβος του, που παρουσιαζόταν κάθε φορά που έκανε το κομποσκοίνι και προσπαθούσε κρατώντας μια μαγκούρα, κα τραβήξει το κομποσκοίνι απ’ το χέρι της, διότι δεν μπορούσε ο ίδιος να το αγγίξει με το χέρι του.

«Πέτα το», της λέει.

«Αυτό είναι το κάρβουνο που με καίει, και αυτό εμείς δεν το αντέχουμε. Εμείς, οι δαίμονες, δεν το αντέχουμε. Το Σταυρό τον αντέχουμε, και να τον δούμε και να τον αγγίξουμε, γιατί; Γιατί οι περισσότεροι τον φοράνε στο στήθος από συνήθεια και όχι από πίστη. Αλλά την ευχή με το κομποσχοίνι δεν το αντέχουμε».


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!