Η καμπάνα των Χριστουγέννων

Κάποτε ένα μεγάλος τεχνίτης έφτιαξε μια γλυκόλαλη κι όμορφη καμπανούλα. Ήταν η πρώτη πρώτη καμπάνα που γίνηκε στον κόσμο.

Σαν την αποτελείωσε ο τεχνίτης, άρχισε να τη χτυπάει για να χαρεί και να θαυμάσει τους ήχους της. Είχε δώσει σ΄ αυτήν κάτι από τον εαυτό του. Της είχε δώσει την ψυχή του.

Και να, σαν απλώθηκαν στη γη οι αχοί της καμπάνας εκείνης, νόμιζε κανείς πως ένα ουράνιο τραγούδι ξεχύθηκε στον κόσμο, για να γιατρέψει τις πονεμένες καρδιές και να δώσει στα μάτια των ανθρώπων το φως της ουράνιας χαράς.

Ο τεχνίτης χαιρόταν την τελειότητα του έργου του με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Ήταν η μόνη πληρωμή που αναζήταγε για ό,τι τεχνουργούσε. Τίποτ’ άλλο δε χώραγε στον νου του. Τίποτ’ άλλο δεν του γοήτευε την ψυχή.

Τέλος, ικανοποιημένος από το δημιούργημά του, με τη λαχτάρα τού πατέρα, έσκυψε, πήρε την καμπανούλα, τη σήκωσε ψηλά, την καμάρωσε και της μίλησε έτσι:

-Τραγούδα από τώρα και πέρα, ευλογημένο δημιούργημα, τραγούδα αιώνια. Το τραγούδι σου θα φέρει καλό στους ανθρώπους. Όσες ψυχές το ακούσουν, θα είναι ευλογημένες.

Έπειτα απ’ αυτά ο τεχνίτης άφησε την καμπανούλα στα χέρια των ανθρώπων. Μα όμως, παράξενο πράγμα. Οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ομορφιά των ήχων της καμπάνας.

Περιφρονημένη η καμπανούλα, του κάκου ανάδινε όλο και γλυκύτερους τους ήχους της. Λίγοι, πολύ λίγοι τη θαύμαζαν. Οι πολλοί την περιφρονούσαν. Η καμπάνα τραγούδαγε την αγάπη και υμνολογούσε τη δημιουργία.

Πώς να τη νιώσουν;

-Ήρθε να μας ταράξει τη ζωή μας, λέγανε μεταξύ τους οι άδικοι.

Κι έτσι, το ευγενικό εκείνο σήμαντρο αναπάντεχα ένιωθε γύρω του εχθρούς, πολλούς εχθρούς. Και μια τρομερή νύχτα που η κακία των ανθρώπων θέριεψε, τόσο τρόμαξε η καμπανούλα, που πήρε τον δρόμο της φυγής, ώσπου έπεσε στα χέρια ενός ερημίτη.

Ο ερημίτης, σαν είδε την ομορφιά της και άκουσε τους ουράνιους ήχους της, τόσο γοητεύτηκε, που νόμισε πως κάτι άλλαξε στη ζωή του. Οι ήχοι χάιδευαν την ακοή του και μίλαγαν βαθιά στην ύπαρξή του. Ο νους του πέταγε στους ουρανούς και η ψυχή του νόμιζε πως αγκάλιαζε αδελφικά όλη την πλάση.

Ένιωθε το μίλημα των ήχων μαγευτικό, ανείπωτο… Και με στοργή και ευλάβεια πήρε την καμπανούλα και την θρόνιασε στο προσκυνητάρι του, εκεί που πέρναγε όλη του τη ζωή, για να την έχει πάντα κάτω από την προστασία των ματιών του.

Τώρα ο ερημίτης νιώθει αλλιώτικα την ερημιά του. Μέσα από το σκοτάδι της νύχτας και από την απέραντη σιγαλιά της ερημιάς, συντροφευμένος από την καμπανούλα, φωτίζει τον κόσμο.

Κόσμος πικραμένος και βαριόκαρδος πηγαίνει στην καλύβα του για να νιώσει ελαφρότερο το βάρος της δύσκολης ζωής και να αισθανθεί δυνατή τη ζέστα της αγάπης.

Μα η καμπανούλα δεν ανάδινε τους ήχους της για τους ανθρώπους. Μονάχα ο ερημίτης ένιωθε και θαύμαζε την ομορφιά της και έτσι δυνάμωνε την ψυχή του, για να φέρνει τη χαρά στην πλάση.

«Είναι αδύνατο να νιώσουν οι άνθρωποι τη γοητεία των ήχων τού μοναδικού αυτού δημιουργήματος », σκεφτόταν ο ερημίτης, κι έτσι προσπαθούσε αυτός να μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων για ό,τι θα μιλούσε η καμπανούλα.

«Ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο», έλεγε ο ερημίτης, «κάποτε θα μπορέσουν οι άνθρωποι να ακούσουν τους ίδιους τους ουράνιους ήχους τού σπάνιου αυτού σημαντηριού».

Έτσι περνούσαν οι καιροί. Μια νύχτα που οι βοριάδες μανιασμένοι είχαν ξαπολυθεί στη γη, ο ερημίτης ξαγρυπνούσε και προσευχόταν ασάλευτος, έχοντας βυθισμένα τα μάτια της ψυχής του στο άπειρο.

Λες και δεν τον άγγιζαν οι βοές των βοριάδων, λες και βρισκόταν μακριά, πολύ μακριά από τον τόπο του χαλασμού. Η νύχτα προχωρούσε και ο χαλασμός δυνάμωνε και όμως ο ερημίτης ασάλευτα προσευχόταν και όλο προσευχότανε. Δίπλα του λαμποκοπούσε η καμπανούλα.

Εκείνη τη στιγμή πλησιάζουν στην καλύβα δύο κακοί άνθρωποι, που τους τράβηξε προς τα κει το λαμπύρισμα της καμπάνας. Στέκουν στην πόρτα της καλύβας και στυλώνουν αρπαχτικά τα μάτια στην πολύτιμη λεία.

Διαλογίζονται πώς βρέθηκε τόσο χρυσάφι στη φτωχή καλύβα. Νόμισαν χρυσαφένια την καμπανούλα. Οι λογισμοί τους σκοτίζονται, η δίψα του χρυσαφιού αναστατώνει τον νου τους.

Πρέπει να αρπάξουμε το χρυσάφι, αποφασίζουν μεταξύ τους. Απάνω σ’ αυτά μια φοβερή βροντή συνταράζει τη Γη και ένα παράξενο φως απλώνεται στην πλάση.

Τρομαγμένοι οι άρπαγες περιφέρουν για μια στιγμή ανήσυχα τα βλέμματά τους. Όμως η σκέψη του χρυσαφιού τραβάει πάλι τον νου τους. Μπαίνουν γρήγορα γρήγορα στην καλύβα.

Ο ένας αρπάζει την καμπανούλα και την κρατάει σφιχτά στα χέρια του, ενώ ο άλλος στέκεται σαν μαύρος Χάροντας με το μαχαίρι υψωμένο επάνω από το κεφάλι του ερημίτη, έτοιμος να του πάρει τη ζωή, αν κουνιόταν να τον εμποδίσει.

Ο ερημίτης, ξένος για ό,τι γινόταν γύρω του, εξακολουθούσε να έχει βυθισμένα τα μάτια στο άπειρο και την ψυχή δοσμένη στο Δημιουργό. Ήταν η ώρα που μίλαγε με τον Θεό.

Μα η καμπανούλα στα χέρια τού κακού ανθρώπου σπαρτάρισε τρομαχτικά, έτσι που ανατρίχιασαν οι γύρω τόποι. Αχολογούσε ακατάπαυστα, και οι αχοί της έμοιαζαν σαν κλάμα και σαν κατάρα στην
αχαριστία των ανθρώπων.

Τρομαγμένοι οι κακούργοι πέταξαν την καμπάνα καταγής και ετοιμάστηκαν να φύγουν μακριά από την καλύβα, που τόσο τρομερή και παράξενη τους φάνηκε εκείνη τη νύχτα.

Μα το αχολόγημα της καμπάνας εξακολουθούσε βροντερό, έτσι που ο ερημίτης συνήρθε από τα βάθη της προσευχής του και όρμησε εκεί που τον καλούσε η φωνή της καμπάνας.

Σαν αντίκρισε τους κακούς ανθρώπους και κατάλαβε τους διαλογισμούς τους, ούτε τρόμαξε, μα ούτε και η αγανάχτηση κυρίεψε την αγία ψυχή του. Ήρεμα και καλοκάγαθα γύρισε σ’ αυτούς και τους είπε: «Εδώ θα βρείτε κείνο που έπρεπε να ζητάτε, το αληθινό χρυσάφι!»

Και, σηκώνοντας την καμπανούλα από το χώμα, της είπε στοχαστικά:

«Άγιο δημιούργημα, έσωσες τις ψυχές ανθρώπων και γλύτωσες τη ζωή τη δική μου. Από τώρα κι εμπρός έτσι θα σώνεις ψυχές και θα γλυτώνεις ζωές.

Θα τραγουδάς αιώνια τη δόξα του Κυρίου. Ήρθες εδώ στους ανθρώπους σταλμένη από τον Θεό, για να υμνολογήσουμε τούτη την άγια νύχτα».

Κι αμέσως άρχισε να τη χτυπάει άφοβα πια.

Απάνω στην ώρα που οι αχοί απλώνονταν γλυκόφωνοι σ’ όλα τα πέρατα της Γης, ο τρόμος έφυγε από τις ψυχές των ανθρώπων, τα άψυχα γίνονταν κι εκείνα ήμερα, όμορφα, μυρωμένα και μονομιάς το φως της αστραπής νίκησε τα σκοτάδια της τρομερής εκείνης νύχτας και ένας αγγελικός ύμνος γοητευτικός, μαγευτικός, απλώθηκε ως πέρα στην πλάση:

«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη».

Και η καμπάνα σκόρπισε μαγευτικά και μεγαλόφωνα σ’ όλα τα πέρατα της Γης τους γλυκούς της ήχους, όπως την πρόσταξε ο Πλάστης, καλώντας τους ανθρώπους στη μεγάλη γιορτή εκείνης της άγιας νύχτας.

Άλλαξε από τότε η ζωή στη Γη. Κόσμος και κόσμος μαγεμένος από τους ουράνιους ήχους τής καμπάνας τρέχουν να τη θαυμάσουν και να ευφρανθούν από τη θεία λαλιά της. Οι πονεμένοι βρίσκουν παρηγοριά και οι ελπίδες των δυστυχισμένων φτερώνονται.

Κείνη την ώρα ήταν που γεννήθηκε ο Χριστός μας και η καμπανούλα πανηγύρισε μαζί με τους αγγέλους και τους ανθρώπους την άγια κείνη νύχτα, και την πανηγύριζε για χρόνια, ώσπου κάποτε, όπως λένε, έγινε άφαντη.

Κι όμως, αιώνια θα γλυκαίνει τους αιθέρες με τους μαγευτικούς της ήχους κάθε φορά που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Ναι, τραγουδά αιώνια.

Τραγουδά για να διώχνει τη λύπη από τους πονεμένους, για να φέρνει την αγάπη στους ανθρώπους, για να κάνει τη ζωή πιο χαρούμενη, πιο όμορφη, όπως τη θέλει ο Θεός. Όλοι μπορούμε να την ακούσουμε την καμπάνα αυτή.

Μα πρέπει να κουραστούμε και να προσπαθήσουμε και να πονέσουμε για να την ακούσουμε, για να ακούσουμε τη φωνή του Θεού και να αισθανθούμε τη χαρμονή των Αγγέλων: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ».


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!