Η Οσία Σοφία της Κλεισούρας η Θαυματουργή (6 Μαΐου)

Σεπτέμβριος 1983
Μιά φορά πήγαμε σε μία άσκήτρια, στά μέρη τής Κλεισούρας, στήν Καστοριά. Είχε τό προορατικό χάρισμα. Δέν ξέρω, αν έχετε άκούσει γι’ αυτήν. Ήταν ψηλή γυναίκα καί συγκύπτουσα.

Είχε μία πλεξούδα, δέν ξέρω πόσες οκάδες ζύγιζε! Πώς τήν σήκωνε αύτή τήν πλεξούδα! Εκανε κρύο, είχε παγωνιά καί τό νερό ήταν κρύο. Ρίγος σ’ έπιανε στο μέρος πού ζούσε- καί κοιμόταν μέσα σε ένα τζάκι.

Τα ρούχα της πάμφτωχα. Εσωτερικά ρούχα δεν είχε. Καμία φορά το καταχείμωνο έριχνε στην πλάτη της μία τρύπια κουβέρτα ή κανένα ποντικοφαγωμένο σάλι. Πάντα ήταν ξυπόλυτη.

Σπάνια φορούσε κάτι μάλλινα σκουφούνια, τρύπια και παλιά, και κάτι παλιοπαντόφλες ή παλιοπάπουτσα. Άλλοτε μάζευε στο τζάκι φύλλα και κλαδιά από τα δέντρα και τρύπωνε μέσα σ΄ αυτά, σαν ποντίκι.

Τύχαινε όμως να αρπάξουν φωτιά, και μόλις που πρόφταινε να ξυπνήσει, για να μην καεί ζωντανή. Τότε τα παλιόρουχά της έμεναν για μέρες καμένα, ώσπου να βρεθεί κάποιο καλύτερο.

Βλέποντάς την οι προσκυνητές με τα παλιόρουχα μέσα στα κρύα και την υγρασία, της πήγαιναν άλλα, καινούργια και ζεστά. Αλλά αυτή η μακαρία με το ένα χέρι τα δεχόταν και με το άλλο τα σκόρπιζε στους φτωχούς.

Αναβε άπό τήν Χάρι τού Θεού πού είχε μέσα της. Είχε τέτοια φλόγα, τέτοιο έρωτα Χριστού στήν καρδιά της, πού δέν μπορώ νά σάς περιγράφω.

Τά μαγουλάκια της ήταν κόκκινα, παρ’ όλο πού ήταν γερόντισσα. Είχε σφυγμό μικρού παιδιού· πήγαιναν οί γιατροί καί τήν έβλεπαν καί θαύμαζαν. Ετρωγε μόνο χόρτα, τίποτε άλλο.

Μόλις πήγα, μου λέει:

-Έσύ έχεις Μοναστήρι, καί κοίταξε, θά δώσης λόγο, αν έρχονται οί άνθρωποι καί δέν τούς μιλάς, γιά νά γνωρίσουν τον Χριστό. Τά βλέπεις αύτά τά δένδρα;

Ήταν τό ένα όλο κισσό έπάνω, τ’ άλλο είχε ένα φύλλο εδώ καί ένα εκεί.

-Αύτή είναι ή αρετή’ εδώ καί ’κεί βρίσκεται ή αρετή, τό άλλο πού είναι πυκνωμένο είναι ή αμαρτία, ή μεγάλη αμαρτία πού γίνεται.

Αμα έρχεται κανείς θά τούς λές όπως καθαρίζουν τά σπίτια τους, τις γωνιές καί τις τρυπούλες καί βγάζουν τά σκουπίδια, έτσι νά καθαρίζουν καί τήν ψυχή τους.

Νά κάνουν καθαρή εξομολόγηση νά τά βγάζουν, νά καθαρίζουν τό σπίτι τής ψυχής τους.

Καί νά μή στενοχωριέσαι, όταν έρχονται στο Μοναστήρι γιά μοναχές καί μετά φεύγουν, γιατί τά σώματά τους είναι στο Μοναστήρι, άλλά τό πνεύμα τους είναι στον κόσμο.

Εντρυφούν σε κοσμικά πράγματα καί δεν εντρυφούν στά ούράνια μεγαλεία. Στή θέσι τής μοναχής πού φεύγει, ό Θεός στέλνει άγιο Άγγελο.

Ούτε τήν ήξερα ούτε με ήξερε ούτε μέ σύστησε κανείς. Καί πολλά άλλα μου είπε. Είχα μία σαλπούλα καί τήν έρριξα στήν πλατούλα της. Πολύ τήν χάρηκε!

«Όπως μέ σκέπασες, μου λέει, έτσι νά σέ σκεπάση ό Άγγελός σου καί ή Παναγία μέ τήν σκέπη Της».

Είχε πάει ένας ιερέας πού ήθελε νά τή γνωρίση, άλλά καί αύτή δεν τον γνώριζε. Σκέφτηκε ό ιερέας:

«Αφού είναι στήν έρημο, ας πάρω Άγιο Άρτο νά τήν κοινωνήσω. Άς κάνω καί ένα Εύχέλαιο».

Μόλις τον βλέπει τού λέει:

-Καλώς τον παπα-Γιάννη. Ήρθες νά μου κάνης Εύχέλαιο καί νά μέ κοινωνήσης;

-Ναί, Γερόντισσα, ήρθα νά σέ κοινωνήσω και νά σου κάνω Εύχέλαιο.

-Σ’ ένα πράγμα σφάλλεις.

Αύτός στάθηκε ό καημένος, «μέ αποκαλεί μέ τό όνομά μου καί σφάλλω!», σκέφτηκε μέ άπορία.

 Έρχονται στήν εκκλησία μερικές γυναίκες καί τά φορέματά τους είναι πάνω άπό τά γόνατα καί σύ τίς ανέχεσαι. Δεν τις νουθετείς, νά μή τά φορούν. Γονάτισε ό καημένος ό ιερέας καί δεν μίλησε.

Μετά τήν έπισκέφθηκε κάποιος άλλος καί είπε σ’ αυτόν: «Νά πλύνης καλά τό πιάτο σου. Τό πρόσωπό σου έχει πολλή μαυρίλα. Κοίταξε τήν ψυχή σου νά πλύνης». Είχε άποκαλύψει πολλά πράγματα.

’Έπειτα ψάλαμε τό «Αξιόν Έστι» καί ’κείνη μάς έψαλε τό «Θεοτόκε Παρθένε». Αυτή είχε καρκίνο καί τήν είχε χειρουργήσει ή άγια Αναστασία ή Φαρμακολύτρια καί ό Αρχάγγελος Μιχαήλ. Είδα τον σταυρό τού είχε σχηματίσει ή τομή πού τής είχαν κάνει.

Εκείνοι τήν είχαν ράψει. Δεν θά τό ξεχάσω αύτό τό πράγμα! Σήκωσε τά ρουχάκια της καί βλέπω έτσι σταυροειδώς τήν ουλή. Μάς είπε ότι βγήκε ένα ζωύφιο μέσα άπό τήν κοιλιά της καί αισθάνθηκε σάν νά έφυγε ό καρκίνος.

Καί όταν κοιμήθηκε, μάς έλεγε μιά κυρία πού ειχε πάει στήν νεκρώσιμη Ακολουθία της: «Δεν μπορώ νά σάς περιγράφω τί κόσμος παραβρέθηκε, σάν κηδεία υπουργού». Οι άνθρωποι άπό εύλάβεια έπαιρναν πετρούλες από τό τζάκι.

Σαράντα πέντε χρόνια μέσα στό τζάκι άσκήτευε, ούτε κελλί είχε ούτε τίποτε.

(Για την Αγία Σοφία της Κλεισούρας από την γερόντισσα Μακρίνα Βλασσοπούλου)


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!