Μιχαήλ Μητσάκης -«Φιλολογικά Έργα», τόμος Β’
Χωμένη μέσα στα παλιά βενετσάνικα μουράγια της Κέρκυρας , χάμου εις την θάλασσα, ένα μέτρο αποπάν΄ απ΄ το νερό, εις το βάθος της μικρής κρυψώνας της, η Παναγιά η Μεγαλομάτα βλέπει προς τ΄αντικρινό νησί
Τέλεια γυναίκα ως τη μέση, με το θείο παιδί της στην αγκάλη, γραμμένη επάνω στον τοίχο, ποιός ξέρει από ποιό ευσεβές χέρι, ποιόν μακρινόν αιώνα, κάθεται αποκάτ΄ από το μικροσκοπικό της το βολτάκι, από μες από τα μικροσκοπικά της καγκαλάκια, ολομόναχη και ήσυχη, ασυντρόφευτη και έρημη!
Άλλος κανένας δίπλα και κανένας γύρω της, μέσα στην σπηλίτσα της. Μπροστά της μόνον τρία καντηλάκια, κρεμασμένα από ψηλά, τριγωνικά, ακινητούν ανάερα, ρίχνουν το γλυκό φως τους στο γλυκό της πρόσωπο τις νύχτες του χειμώνα μες στη σκοτεινιά, της κρατούσε συντροφιά, ενώ απόξω βράζει τ΄άγριο πέλαγο.
Δεξιά στο πλάι καρφωμένο το κουτάκι της, ξύλινο, μικρούλι και τετράγωνο, καρτερεί κανένα «όβολο» από κανέναν ανέλπιστον πιστόν σ΄αυτόν τον άπιστον καιρόν.
Και χάμω ένας μπότης πήλινος να δέχεται το λάδι , που της πάνε οι γυναίκες του λαού, γιατί η Παναγίτσα είναι έρημη, η Παναγίτσα είναι απροστάτευτη, δεν έχει σχέση ούτε με Δεσπότη, ούτε μ ΄Εκκλησιά, μονάχα ο λαός την προστατεύει κι ο λαός τη συντηρεί
Και οι γυναίκες της πάνε το λαδάκι της και οι γυναίκες της πάνε τα λουλουδάκια της και οι γυναίκες της φέρνουν τον παπά, να τους διαβάση κάπου κάπου μιά μικρή παράκληση, και οι ψαράδες, που περνούν με τα καΐκια τους, σαν πιάσουν κανένα ψάρι και πορεύονται, ζυγώνουν στο μικρό το λιμανάκι της, μπαίνουν και της ανάφτουν το κεράκι.
Κι οι άρρωστοι, που πάσχουν κι απελπίζονται κι από γιατρούς του κόσμου δεν προσμένουν γιατρειά, τάζονται στη Μεγαλομάτα Παναγιά και η Παναγιά τους θεραπεύει και της πάνε τα ματάκια τους σε φλούδα ασημένια και της τα κρεμούν στο σπλαχνικό της χέρι, της πάνε τα ποδάρια τους και της κρεμούν ασημένια και χρυσά.
Και ο Σπύρος, ο επιστάτης του γειτονικού Άι- Νικόλα, ωσάν γείτονας, έρχεται κάθε μέρα, τη φροντίζει, τη σκουπίζει, της ανάφτη τα καντήλια της, βράδυ και αυγή, της στρώνει εις τα πόδια της την μπόλια της, που ακουμπούν τα βάζα με τα φιόρα της, περνώντας το στενό το πεζουλάκι της, όπου εχτίσθη κάτω εις την ρίζα στο μουράγιο το παχύ, για να συγκοινωνή με την στεριά , η Παναγίτσα, πατώντας τα δυο το πολύ σκαλιά, που κατεβαίνουν από την πετρούλα της στη θάλασσα με κίνδυνο να πέση, να γλυστρήση στο νερό
Κι ενώ απάνωθε περνοδιαβαίνει ο κόσμος, άμαξες, πεζοί, εντόπιοι, ταξιδιώτες, η ζωή της πόλεως, κι ενώ μπροστά περνούν καϊκια και βαπόρια, βάρκες και καράβια, η ζωή της θάλασσας, είτε η μέρα απλώνει το καθάριο φως, είτε η νύχτα ρίχνει το βαθύ σκοτάδι, είτε βροντά η μπόρα, είτε η γαλήνη ανασαίνει, ολομόναχη και ήσυχη, ασυντρόφευτη και έρημη, απροστάτευτη και αόρατη, χαμένη μέσα στα παλιά βενετσιάνικα μουράγια, χάμου στη θάλασσα , ένα μέτρο αποπάν΄από το νερό, στο βάθος της μικρής κρυψώνας της, αποκάτω απ΄το μικρό της το βολτάκι, από μέσ΄απ΄τα μικρά της κάγκελα, με το θείο παιδί της στην αγκάλη, η Παναγία η Μεγαλομάτα κοιτάζει αδιάκοπα με τα μεγάλα της γλυκά μάτια το λευκό κύμα.