Η Αγία Παρασκευή, που έχουμε την εκκλησία της εδώ ,ήταν απόστολος του Ιησού Χριστού. Γύριζε τα χωριά κι δίδασκε το ευαγγέλιο. Έκανε και θαύματα πολλά. Ο κόσμος την αγαπούσε μα ο βασιλιάς εφθόνησε και την συνέλαβε, την εδίκασε και την έβαλε σ’ ένα καζάνι με πίσσα να κοχλάζει.
-Μα δεν καίγεσαι τώρα;
-Όχι ,δεν καίγομαι. Του απαντά η Αγία.
-Καλά, το νερό, η πίσσα δεν κοχλάζει;
-Όχι δεν κοχλάζει.
-Έ, ρίξε μου λίγο να δω.
Τον ραντίζει με τα δάχτυλα της λίγες σταγόνες κάηκε και τυφλώθηκε αμέσως .Άρχισε να κλαίει ο βασιλιάς και να παρακαλεί.
Γιάτρεψέ με, Παρασκευή και θα βαπτιστώ Χριστιανός. Γιάτρεψε με, Παρασκευή.
Τον εγιάτρεψε εις το όνομα του Ιησού Χριστού η Αγία Παρασκευή κι έγινε Χριστιανός. Έκτοτε η Αγία θεραπεύει τα νοσήματα των ματιών. Όποιος πονεί τα μάτια του πηγαίνει στην Αγία Παρασκευή και τον θεραπεύει.
Ύστερα, μετά από χρόνια, άλλος βασιλιάς συνέλαβε την Αγία Παρασκευή και την αποκεφάλισε στις 26 Ιούλη. Είναι μάρτυρας του Ιησού Χριστού.
Μιάν ημέρα λαλώ της Ζηνοβίας «Πάμε να σφουγγαρίσουμε με την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής».
Λαλεί μου «πάμε». Πήγαμε, καθαρίσαμε, σκουπίσαμε, σφουγγαρίσαμε.
Όμως μέσ’ στο Ιερό εμείς ως γυναίκες δεν ενέβημεν να σφουγγαρίσουμε. Σάσαμε την εκκλησία , ανάψαμε τες καντήλες και προσκυνήσαμε. Αφήσαμε ανοικτή την πόρτα και τα παράθυρα για να στεγνώσει και φύγαμε.
Την νύκτα εθώρουν όραμα. Ήρθε μία γυναίκα και λαλεί μου: «Τι κάμνεις, Χαρικλού;»
Λαλώ της «έλα έσω, κάτσε, ποια είσαι;»
«Είμαι η Παρασκευού», λαλεί μου. «Με λούσατε απ’ όλα σ’ όλα, μα την κεφαλή μου την αφήκατε άλουστη».
Εξύπνησα! Σηκώνομαι πουρνό και πάω στη Ζηνοβία. «Έλα δώ γρήγορα να σου πω. Ήρθε η Αγία ψες και μου παραπονέθηκε πώς δεν σφουγγαρίσαμε το Ιερό, την κεφαλή της. Την λούσαμε απ’ όλα – σ’ όλα και την κεφαλή της την αφήκαμε άλουστη».
Πήγαμε τότε μάνι-μάνι και το είπαμε του δασκάλου. Μας έδωκε δύο κορούδες, τις πήραμε και σφουγγάρισαν το Ιερό της εκκλησίας.
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Συντροφιά με τη γιαγιά, Κόσμημα, Κύπρος 2001