Ἡ κυρά-Χριστίνα

Τῆς Ἐλισάβετ Κουλούρη

Τὰ χρόνια τῆς νιότης μου πέρασαν σὰν μία θύελλα. Στὸ σπίτι μας, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ γιαγιά μου ἦταν ἄνθρωπος ποὺ σεβόταν τὸ Θεό, δὲν ὑπῆρχεἡ συνήθεια νὰ ζυμώνουμε λειτουργιές. Ἀγνοῶ τὸ γιατί.

Μικρὸ παιδὶ πῆγα καὶ ἐγώ, σὰν τὰ περισσότερα ἑλληνόπουλα, στὸ κατηχητικὸ τῆς ἐνορίας μου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐξολοκλήρου ἀναλάβει μιὰ θρησκευτικὴ ὀργάνωση. Στὰ ἕξι χρόνια, ποὺ φοίτησα στὸ  κατηχητικὸ αὐτό, δὲν θυμᾶμαι νὰ εἶχα ἀκούσει τὴ λέξη πρόσφορο.

Ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνομαι σήμερα, ἐπρόκειτο μᾶλλον γιὰ μιὰ ἑβδομαδιαία διδασκαλία κανόνων καθωσπρεπισμοῦ.

Στὰ δεκατέσσερα ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἄρχισα ν’ ἀσωτεύω ψάχνοντας τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς, πού, ὅπως εἶχα καταλάβει σ’ ἐκεῖνο τὸ κατηχητικό, δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ τὸν Χριστό.

Στὸ μυαλό μου Χριστὸς καὶ χαρὰ ἦταν δύο τελείως διαφορετικοὶ κόσμοι. Ὅπως καὶ ὁ γνωστὸς ἄσωτος, ἦρθε ἡ στιγμὴ ποὺ γύρισα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Τότε γνώρισα ἕναν ἱερέα ποὺ ἔγινε πνευματικός μου. Αὐτὸς μοῦ θύμισε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὄντως Χαρά. Κοντά του πρωτοάκουσα γιὰ τὸ πρόσφορο –τὴ «λειτουργιά» καὶ εἶδα ἀνθρώπους νὰ ζυμώνουν μὲ ἀληθινὸ μεράκι.

Ἡ ὅλη ὅμως διαδικασία τοῦ ζυμώματος μοῦ φαινόταν ξένη καὶ βαρετή. Κυρίως μὲ δυσκόλευε ἡ τόση προσοχὴ στὶς λεπτομέρειες καὶ ἡ ἀναμονή.

Συνηθισμένη σὲ ἕναν πολιτισμὸ τοῦ γρήγορου ἔπρεπε τώρα νά… ἀναπιάνω καὶ νὰ περιμένω νὰ «φουσκώσει» τὸ ζυμάρι καὶ νὰ προσέχω μήπως ξεφύγει ὁ χρόνος τοῦ ψησίματος καὶ μήπως ροδίσει παραπάνω τὸ πρόσφορο.

Ἡ καρδιά μου ἦταν ἀδιάφορη, κι ἂς ἄκουγα ἀπὸ ἕναν γέροντα ἱερέα συνεχῶς τὴ φράση: «Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε ἐγκεφαλικοί. Πρέπει ν’ ἀποκτήσουμε τὴ λαϊκὴ πίστη».

Ὅλο ἔλεγα πὼς πρέπει κι ἐγὼ νὰ ζυμώσω κάποτε ἕνα πρόσφορο, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια ἦταν πὼς προτιμοῦσα νὰ διαβάσω ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ προσφόρου, παρὰ νὰ ζυμώσω ἕνα ἐγὼ ἡ ἴδια.

Ὥσπου ἦρθε μιὰ δύσκολη ἐποχή. Οἱ γιατροὶ διέγνωσαν ὅτι ἔπασχα ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια ποὺ ἔχρηζε μακροχρόνιας θεραπείας. Στὴ διάρκεια τῆς χημειοθεραπείας ἁρπάχτηκα στὴν κυριολεξία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Τότε ἦταν ποὺ σ’ ἕνα μικρὸ ξωκκλήσι τῶν Μεσογείων τὴ συνάντησα. Καὶ νὰ πῶς ἔγινε: Ἡ νεωκόρος τοῦ ναοῦ μὲ πληροφόρησε μία μέρα πὼς ἦρθε στὴν ἐκκλησία μία λειτουργιὰ ἀφιερωμένη σὲ μένα, γιὰ νὰ γίνω καλά, καὶ πὼς τὴν εἶχε ἑτοιμάσει μία ἡλικιωμένη ἐνορίτισσα, ἡ κυρά-Χριστίνα.

Μοῦ τὴν ἔδειξε καθὼς στεκόταν ὄρθια στὸν Ὄρθρο, ἀκίνητη, προσηλωμένη στὴν προσευχή, κοιτώντας πρὸς τὸ Ἱερὸ Βῆμα. Λεπτή, στητή, μέτρια στὸ ἀνάστημα, μαυροντυμένη, μὲ τὰ λευκά της μαλλιὰ μαζεμένα πίσω, μ’ ἕνα πρόσωπο φρέσκο σὰν παιδικό. Περασμένα ὀγδόντα.

Σάστισα. Δὲν εἶχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο στὴ ζωή μου. Μιὰ ἄγνωστη γυναίκα, ποὺ εἶχε μάθει τὴν περιπέτειά μου, μπῆκε στὸν κόπο νὰ ζυμώσει καὶ νὰ ψήσει ἕνα πρόσφορο γιὰ μένα.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴ μέρα ἡ γυναίκα αὐτὴ μπῆκε στὴν καρδιά μου. Μιλούσαμε λίγο στὰ ὄρθια μετὰ τὴ λειτουργία, γιατὶ πάντα ἔφευγε γρήγορα, ἀφοῦ ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ ἀκολουθήσει κάποιον ἐνορίτη ποὺ τὴ μετέφερε μὲ τ’ αὐτοκίνητό του.

Ὅλο ἔλεγα πὼς θὰ πάω νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ, μὰ πάντα εἶχα κάτι ἄλλο «πιὸ σπουδαῖο» νὰ κάνω. Ἀμέλεια, ποὺ ὀφείλεται στὴν ψευδαίσθηση ὅτι τὰ πρόσωπα θὰ εἶναι πάντα ἐδῶ.

Ξαφνικὰ μέσα στὸ καλοκαίρι ἡ κυρά-Χριστίνα μᾶς ἄφησε. Λυπήθηκα πολὺ ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ πάω σπίτι της, νὰ τὴ γνωρίσω καλύτερα.

Κάποιος, ποὺ τὴν εἶχε γνωρίσει ἀπὸ κοντά, μοῦ εἶπε πὼς ζοῦσε μόνη της –γιὰ νὰ μὴ γίνεται βάρος στὰ παιδιά της σ’ ἕνα ταπεινὸ σπιτάκι, ποὺ ἦταν πολὺ ὄμορφο κι ἔκρυβε μέσα του ὅλη τὴν ἀρχοντιὰ τῆς παράδοσής μας.

Ἦταν ἡ κυρά-Χριστίνα ἀπὸ τὰ Σφακιά, ἀδελφὴ παπᾶ. Εἶχε καὶ μιὰ κόρη στὴν Κρήτη, ἔγκυο τότε. «Εἶμαι πολὺ ἄρρωστη», μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ μέρα στὰ πεταχτά, «μὰ δὲν θέλω νὰ μπῶ στὸ νοσοκομεῖο, γιατὶ θὰ θέλει ἡ κόρη μου νὰ ἔρθει στὴν Ἀθήνα νὰ μὲ φροντίσει καὶ φοβᾶμαι μὴ χάσει τὸ παιδί».

Ἀναπαύεται λοιπὸν ἡ κυρά- Χριστίνα στὸ μικρὸ κοιμητήριο τοῦ Μαρκόπουλου, ἐκεῖ κοντὰ στὸ νότιο τοῖχο. Κάθε φορὰ ποὺ περνῶ ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, ὅπου ἀναπαύεται, θυμᾶμαι τὴ φράση ποὺ εἶχα διαβάσει κάπου: «Σὲ κάθε κοιμητήριο ὑπάρχουν τὰ λείψανα τουλάχιστον τεσσάρων-πέντε ἁγίων».

Κι ἀπὸ τότε γεννήθηκε μέσα μου γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ λαχτάρα νὰ ζυμώνω κι ἐγὼ πρόσφορο, γιὰ νὰ τὸ πηγαίνω στὴ λειτουργία, στὴ μνήμη της.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πρόσφορο καὶ Ἄρτος, ἐκδ. Ἄθως.


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!