Ἀλήθεια, πώς οἱ πρόγονοί μας ἄφησαν ὅλα τοῦτα πού βλέπω γύρω μου, χτήματα δηλαδή, δέντρα, ἀβραγιές καλλιτεχνικά φτιαγμένες, καλύβια σεμνά καί λιτά, καί ρήμαξαν;
Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀφήνοντάς τα ἕτοιμα ὅλα: σκαμμένα, κλαδεμένα, παστρικά καί νοικοκυρεμένα. Ὅλα ὀχυρωμένα μέσα στό ἰερό τό Κάστρο τῆς Δημιουργίας. Ἐμεῖς μόνο τόν καρπό ἔμελλε νά πάρουμε.
Καί τώρα, καθώς τ᾿ ἀντικρύζεις ρημαγμένα, λογγωμένα, καχεκτικά, ξερά, πονᾶ ἡ καρδιά σου, σφίγγεται ἡ ψυχή, ἡ ἀπελπισία ἀνεβαίνει μέ στεναγμό καί δάκρυα ἀπό τίς ρίζες τοῦ εἶναι σου…
Κι ὔστερα εἶναι καί τούτη ἡ νέκρωση
Κάποτε, αὐτόν τόν καιρό, τόν καιρό τοῦ θέρους πού μέσιαζε, ἀκούγονταν φωνές ἀνθρώπων, κουδουνίσματα ζώων, πού άργοπατοῦσαν ἀνηφορίζοντας τό μονοπάτι, ἀλλά καί κουδουνίσματα κοπαδιῶν πού γυρόφερναν, μέ τό σφύριγμα-πρόσταγμα τοῦ τσοπάνη νά βροῦν «κλαδί καλό, ροδαμισμένο», γιά νά χορτάσουν.
Σήμερα ὄλα τά χάσαμε.
Μόνο τ᾿ ἀγεράκι, τό ζείδωρο καί στερνό ἀπομεινάρι στόν τόπο αὐτό τῆς δυστυχίας, σιγοτριγυρίζει ἀνάμεσ᾿ ἀπ᾿ τίς κορυφές τῶν ὑψηλόκορμων πεύκων καί φέρνει στήν ψυχή καί στό σῶμα δροσιά, θυμίαμα βουνίσιο καί κάποια ἐλπίδα.
Ἰούλιος 2005, Κλήμα