Φρόσω Βλασσοπούλου – Κιτσάκη
Ήταν μια φορά ένας νιος καλός, τίμιος και δουλευταράς.
Κάθε το πρωί διάβαινε τη δημοσιά, πέρναγε τον αύλακα απ’ την απέναντι μεριά και λόξευε κατά την καταπράσινη όχθη του ποταμού εκεί τώρα που’ ναι περβόλια και μοσχοβολιές, λιόδεντρα και χαρές, κάτω απ’ την εκκλησιά της Παναγιάς του Ζαπαντιού, κοντά στα Καλύβια.
Πήγαινε στα κτήματα του κυρ- Στάμου του Βέλη, εκεί ήταν χρονικής η δουλειά του. Τα δέντρα για να καρπίσουν φροντίδα θέλουν κι ο Παναγής τόξερε από καρδιάς αυτό. Παιδί κοντά στα γονικά του τάμαθε στο δικό τους μικρό περιβόλι κι απ’ τη δουλειά την ίδια που’ δωκε ο κυρ- Στάμος στον πατέρα του.
Ο πατέρας του που τους άφησε μονάχους, αυτόν και την μάνα του, δίχως την σιγουριά του, το πλατύ χαμόγελο και την λεβέντικη καρδιά.
Ο αύλακας στην διάνοιξή του ήθελε φόρο αίματος βλέπεις, για να στεριώσει, ν’ απλωθεί, να κυλήσει και να ποτίσει τα γύρω τόπια, ήθελε μύρο καρδιάς για ν’ ανθίσουν και να καρπίσουν τα περιβόλια κι ο πατέρας το πλήρωσε ακριβά παραπατώντας στην άκρη του πριν ολοκληρωθεί τ’ αρδευτικό το έργο.
Πνίγηκε αβοήθητος στη θολή του δίνη.
Κάθε πρωί διαβαίνει ο Παναγής τούτον τον τόπο, τα βήματά του τον γνωρίζουν σπιθαμή-σπιθαμή, το βλέμμα του καλημερίζει τα χαμολούλουδα και τις ψηλές καρδιές, τους θάμνους και τα κυπαρίσσια και το σφύριγμά του συνοδεύει αρμονικά τους κρώξους και τα τιτιβίσματα των φτερωτών συνοδοιπόρων του.
Κάθε πρωί γεμάτος νιάτα κι ομορφιά κι όρεξη να δουλέψει στα περιβόλια που’ μάθε την τέχνη απ’ τον πατέρα του σαν του’ λεγε «Παναγή θέλει αγάπη το δέντρο να καρπίσει, να το νοιάζεσαι, να μάθεις τα μυστικά του, να κουβεντιάζεις μαζί του, δεν έχει φωνή αυτό αλλά χίλιες λαλιές για σένα. Θα δεις τότε, θα σε νοιάζεται και κείνο, θα σε φροντίζει».
Πόσο δίκιο είχε ο πατέρας. Έμαθε μαζί τους να ζει, να κουβεντιάζει, ν’ ακούει τις ανάσες τους, να προλαβαίνει τις πεθυμιές τους, να νοιάζεται τις ανάγκες τους. Κι αυτά , φουντωμένα από χαρά, ανθούν και λουλουδίζουν, μοσχοβολούν και καρπίζουν, υπακούοντας υπομονετικά στις επιταγές του Θεού και τ’ ανθρώπου.
Κάθε πρωί, και σήμερα, καλημερίζει την κυρά-Δέσπω την φουρνάρισσα στηδημοσιά, πίνει καφέ στο καφενείο του κυρ- Παντελή, περνάει το κατώφλι του τυροκομείου του Μπάκα, κόβει δρόμο απ’ τον αγροτικό πίσω απ’ το βενζινάδικο και φτάνει στα λίγα αγροτόσπιτα κοντά στ αυλάκι.
Κάθε πρωί, αχ τι καημός βλέπει το σπίτι του κυρ Άνέστη τ’ ασβεστά με τις δυο θυγατέρες του, ψηλά στη ράχη δίπλα στης Παναγιάς τη σκέπη. Νοικοκυρεμένο σπίτι με τα όλα του κι’ όλοι με ένα χαμόγελο στα χείλη και στα μάτια.
Ήταν πριν ένα χρόνο περίπου που καθώς· κατέβαινε στα κτήματα, φτάνοντας κοντά στο σπίτι του κυρ- Ανέστη ένοιωσε δυο μάτια να τον παρακολουθούν, δυο μάτια που όταν γύρισε και τ’ αντίκρισε μίλησαν ίσια στην καρδιά του.
Κάθε πρωί από τότες δυο μάτια του λένε μυστικά καλημέρα με ένα αδιόρατο χαμόγελο σχεδόν στα χείλη και γίνεται η μέρα λιόχαρη γι ‘αυτόν κι η δουλειά στα κτήματα του κυρ- Ανέστη πανηγύρι.
Μιλάει στα λιόδενδρα, αφουγκράζεται τις πορτοκαλιές, ακούει τα ψιθυρίσματα από τις βερικοκιές, γίνεται ένα με το χώμα μαθαίνοντας τα μυστικά τους και τις πεθυμιές τους.
Τούτο το πρωινό της Άνοιξης, η κοπελιά πρώτη της φορά τον καρτέραε κοντά στο φράχτη με τις αμυγδαλιές δίπλα στο δρόμο του ποταμού. Έτσι με το ροδαλί της φόρεμα , το δροσερό κι όμορφο προσωπάκι μοιάζει μενεξές ένα αμυγδολούλουδο ίδια μυγδαλίτσα ολάνθιστη.
Στάθηκε μαγεμένος, τ’ άρωμα της νιότης και της ομορφιάς τον τύλιξε, τον μέθυσε . Θέλησε να της μιλήσει μα κείνη τον κοίταξε θλιμμένα, του χαμογέλασε κι έφυγε τρέχοντας κατά το σπίτι της.
Στάσου Μυγδαλίτσα της φώναξε στάσου μια στιγμή, στάσου της φώναξε απελπισμένα. Δεν άκουγε μόνο έτρεχε, έφευγε.
Όλη μέρα την σκεπτότανε, άλλο νου δεν είχε για τίποτα, η εικόνα της του φούντωνε τον νου και την καρδιά, οι αναστεναγμοί κι οι πόθοι του πέρασαν σ’ όλα τα δένδρα ολόγυρα και αυτά θρόισαν κουνώντας τα κλαριά τους.
Το βράδυ δεν έκλεισε μάτι καρτερώντας την άλλη μέρα να ξημερώσει ν’ αντικρίσει τα μάτια τα αγαπημένα, να μιλήσει μαζί της να της πει για την αγάπη και τον πόθο πού νοιώθε στην καρδιά του μα η κοπελιά δεν ξαναφάνηκε μέρες τώρα και ο Παναγής απέμεινε μονάχος κάτω στη φράχτη με τις αμυγδαλιές να καρτεράει της καρδιάς του τον χτύπο.
Το δίχως άλλο θα “ναι άρρωστη σκέφτηκε και μέσα στη θολούρα του ένοιωσε μονάχος έρημος και απελπισμένος.
Το βράδυ δεν άντεξε κι είπε το μυστικό και τον καημό του στη μάνα του, της είπες για την φλόγα που τον έκαιγε για την μικρή όμορφη κόρη του κυρ Ανέστη τ ‘ασβεστά πού χουν το σπίτι κοντά στην όχθη στο ποτάμι.
Η μάνα του τον κοίταξε αμίλητη και τα μεγάλα πονεμένα μάτια της βούρκωσαν έσκυψε στην ποδιά της έβαλε το πρόσωπο της στις παλάμες της κι άρχισε να σιγοκλαίει βουβά, πνιχτά, μακρόσυρτα.
Μάνα την αγαπάω, μάνα την θέλω να την παντρευτώ. Εκείνη συνέχιζε να σιγοκλαίει βουβά, πνιχτά, παραπονεμένα.
Μάνα τι κλαις και δεν μιλάς; Μη δεν καταλαβαίνεις; Την αγαπάω την Μυγδαλίτσα μου, την θέλω μ’ ακούς;
Αργά σηκώνει η μάνα το πρόσωπο της και με φωνή σπαρακτική του λέει: Παναγή μου το κορίτσι αυτό του κυρ’ Ανέστη που λες πως αγαπάς και θέλεις είναι κωφό και άλαλο αλίμονο δεν μπορεί να μιλήσει γιε μου.
Κεραυνός τον χτύπησε, σφυριά το κεφάλι του τρυπούν κι’ απόμεινε ασάλευτος να κοιτάζει την άμοιρη μάνα που του χάιδευε τα χέρια κλαίγοντας.
Παναγή μου ζήτα την άλλη την κόρη του κυρ- Ανέστη τη Λενιώ, νοικοκυρεμένο και καλό κορίτσι να σε χαρώ που σ’ έχω, κι’ έκλαιγε.
Μάνα την αγαπάωωω και η φωνή του πνίγηκε σ’ ένα λυγμό.
Τινάχτηκε επάνω χίλιες μαχαιριές μέσ’ στην καρδιά του κι’ έφυγε έξω μεσ’ στο σκοτάδι σκούζοντας σαν πληγωμένο πουλάρι.
Η αγάπη τον είχε φουντώσει και τώρα τον έπνιγε, η αγάπη του είχε ποτίσει όλα τα κύτταρα του νου και της καρδιάς του και τώρα ένοιωθε να σαλεύει το λογικό του να σπαρταράει η καρδιά του.
Την αγαπάωωωωω, την αγαπάωωωωω και ο ανείπωτος πόνος ούρλιαζε με χίλιες δυο κραυγές. Την αγαπάωωωωω.
Πόσες ώρες, πόσοι αιώνες πέρασαν τριγυρνώντας στα γύρω τόπια; Μόνο τ’ άστρα τ’ ουρανού που κρύβουν τόσα μυστικά, αυτά μονάχα ξέρουν τον σπαραγμό του όλες αυτές τις ώρες.
Κι η μάνα μόνη, με την σκέψη στον πληγωμένο γιο και στον αδικοχαμένο πατέρα παρακαλούσε. Γαλήνεψέ τον Παναγιά μου, γαλήνεψέ τον!
Τα ξεμακρυσμένα βήματα επέστρεψαν στη γαλήνη του σπιτιού κι ο ύπνος σφάλισε τα πονεμένα μάτια.
Τούτο το πρωινό είναι αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα. Τον όρθρο τον σημερινό ο Απρίλης καλωσόρισε τον Μάη και το πολύβουο και πολύχρωμο πλήθος της φύσης φόρεσε τα γιορτινά του. Ο Παναγής ξεπρόβαλε στο κατώφλι όμορφος, γαλήνιος, φρεσκοξυπνημένος κι η μάνα απόμεινε με τα βασιλικά στα χέρια της κοιτώντας τον.
«Χάϊντε μάνα, τηλεφώνησα στον μπάρμπα τον Τηλέμαχο, μας περιμένει. Ντύσου κι εσύ την καλή σου φορεσιά και πάμε για το σπίτι του κυρ- Ανέστη. Την θέλω την Μυγδαλίτσα μάνα μου, την αγαπάω και θα την πάρω».
Εκείνη την Λαμπρή, εκείνο του Χριστού το Πάσχα όλα τα χωριά τριγύρω θα θυμούνται για χρόνια τον γάμο της Μυγδαλίτσας και του Παναγή.
Ήταν όλοι τους εκεί, η μάνα του, ο κυρ- Ανέστης με την φαμελιά του , ο μπάρμπα- Τηλέμαχος, η κυρά -Δέσπω η φουρνάρισσα, ο κυρ-Παντελής ο καφετζής, κι όλοι, φίλοι κι οχτροί. Κουμπάρος ο κυρ-Στάμος ο Βελής, γελαστός καλόκαρδος -τους χάρισε ένα κτήματά κι καταδικό τους.
Κι η Μυγδαλίτσα έλαμπε ολόκληρη, νυφούλα σαν την άνοιξη. Άνοιξη τ’ ουρανού και της γης, Άνοιξη του νου και της καρδιάς, Άνοιξη του έρωτα και της αγάπης. Κι ο γαμπρός, ο Παναγής, λεβέντης, όμορφος και παινεμένος στήριγμα και θέμελο σπιτιού, στεφανωμένος με το μύρο της αγάπης.
Και κει ψηλά η μορφή του πατέρα που κείνο το βράδυ της αποκάλυψης του πόνου και της απόγνωσης κάτω απ’ τα’ αστέρια ψιθύρισε στο φουρτουνιασμένο νου του Παναγή «Παιδί μου, το δέντρο δεν μιλά, μα έχει ψυχή και μιλάει με χίλιους τρόπους, φτάνει να τ’ αγαπάς, να το φροντίζεις, να το νοιάζεσαι κι εκείνο ανθεί και λουλουδίζει, μυρώνει και καρπίζει κι είναι για σένα μόνο, είναι δικό σου».
Πηγή: oikohouse