Μεγάλος ἀγώνας τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ ἀναγκαῖα πρὸς τὸ ζῆν. Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθειά του συχνὰ καταντᾶ νὰ γίνεται φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης.
Ὁ Κύριος ὅμως προσθέτει καὶ ἄλλο δεινὸ τῆς πλεονεξίας: τὸ ὅτι μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. «Οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», λέει.
Δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπηρετεῖτε καὶ νὰ κάνετε ὑπακοὴ σὲ δύο «κυρίους», οἱ ὁποῖοι, ἐννοεῖται, δίνουν τελείως ἀντίθετες μεταξύ τους διαταγές. Οἱ δύο «κύριοι» εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ μαμωνᾶς. Ὁ μαμωνᾶς δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὁ πλοῦτος, τὸ χρῆμα, ποὺ ἐδῶ προσωποποιεῖται.
Ὁ φιλάργυρος εἶναι εἰδωλολάτρης, λατρεύει καὶ προσκυνᾶ τὸν πλοῦτο, τὴν ὕλη ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό! Ὁ φιλάργυρος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι φιλόθεος, οὔτε ὁ φιλόθεος φιλάργυρος. Διότι οἱ δύο «κύριοι» ζητοῦν ἀπόλυτη ὑπακοή, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν ἕνα κύριο συνεπάγεται ὁπωσδήποτε ἀπόρριψη τοῦ ἄλλου.
«Ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει».
Ἂς δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὰ ρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος γιὰ νὰ τονίσει ὅτι αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατο νὰ συνδυασθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕναν (τὸν πλοῦτο) καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό), ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕναν (τὸν πλοῦτο) καὶ θὰ καταφρονήσει τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό).
Φοβερὸ πάθος ἡ φιλαργυρία! Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξει ἀπὸ ἕνα τέτοιο κατάντημα, τὴ βδελυκτὴ καὶ καταστροφικὴ εἰδωλολατρία τοῦ χρήματος.