Τα σπλιθάρια (οι πλίνθοι)

Παλιό σπίτι χτισμένο με σπλιθάρια

(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Συλλόγου των Νιοχωριτών της Αθήνας «Νιοχωρίτικα Νέα» τον Ιούνιο του 1987).

Όλοι μας γνωρίζαμε τη φτώχεια που μας μάστιζε στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό θα το διαπιστώσουμε αν κάνουμε μια έρευνα στα χωριά μας.

Και η έρευνα αυτή να αναφέρεται στα τότε περιουσιακά κυρίως στοιχεία των συγχωριανών μας. Θα δούμε, λοιπόν, το λίγο κλήρο γης που είχαν, με αποτέλεσμα να παχτώνουν τις ελιές του Μηνά, του Πασά, του Θειαμέγγου, του Καλλέργη κ.ά.

Ακόμα θα διαπιστώσουμε ότι πολλοί ξενιτεύονταν οικογενειακώς για να μπορέσουν να ζήσουν. Σήμερα όμως όλοι, λίγο πολύ, έχουν μια κάποια περιουσιακή επιφάνεια και δεν λέω πως ζουν πλούσια αλλά τέλος πάντων μια καλή ζωή.

Οι δυσκολίες αυτές είχαν ως συνέπεια να μην μπορεί εύκολα ο καθένας να χτίζει σπίτι. Και όταν λέω να χτίζει σπίτι εννοώ σπίτι χτισμένο με πέτρα στεριώτικη ή με τούβλα.

Έτσι κατέφευγαν πολλοί στη λύση του σπλιθαριού και ακόμα πολύ περισσότερο όταν αυτό που θα χτιζόταν προοριζόταν για αποθήκη, για στάβλο ή κοτέτσι και οπωσδήποτε για κουζίνες. Βέβαια και σήμερα στα χωριά μας βλέπει κανείς μερικούς στάβλους και μερικά κοτέτσια από σπλιθάρι, γιατί οι πιο πολλοί έχουν χτίσει σήμερα με τσιμεντόλιθους.

Ο τσιμεντόλιθος σήμερα γίνεται πολύ εύκολα γιατί υπάρχουν τα μηχανήματα και τα εργαλεία. Το σπλιθάρι όμως απαιτούσε μία επίπονη και πολυήμερη εργασία.

Από ό,τι θυμάμαι στο χωριό μας, λίγοι ήταν εκείνοι που ήξεραν καλά τη δουλειά του σπλιθαριού. Και αυτοί ήταν ο Μιχαήλης ο Βέργης Καροτσιέρης, ο Κώστας ο Μπασιάς Λιάλιης ή Μουρτιώτης και ο Αριστοτέλης Ασπιώτης Κουφός.

Εκείνη όμως που πρέπει να αναφέρουμε εδώ και ήταν πραγματική τεχνίτρα στο κόψιμο του σπλιθαριού ήταν η Μαρία Μπογδάνου, πρώην Μαριγούλα Θεριανού (Μπόλου).

Από την  προηγούμενη λοιπόν μέρα, στα Παλιοπήγαδα, στου Σπανού, στου Λέλερη, στο Μελίσσι εκεί δηλ. που υπήρχε νερό έσκαβαν το χώμα και το πότιζαν, τόσο, ώστε ο λάκκος να είναι ρούγκλος.

Την άλλη μέρα μπονώρα μπονώρα πήγαινε ο εργάτης που ήξερε με περίσσια μαστοριά να δουλεύει το βρεγμένο χώμα και έριχνε άχυρο σ’ αυτό. Μετά άρχιζε το πάτημα και ανακάτεμα της λάσπης. Το άχυρο ανακατεύονταν με τη λάσπη και έτσι έδενε πιο καλά το σπλιθάρι και δεν έσπαγε εύκολα.

Αφού, λοιπόν, ετοιμάζονταν η λάσπη, μεταφερόταν από άλλον ή άλλους εργάτες στο αλώνι που ο κόφτης με τη σειρά του, παίρνοντας το σπλιθοκόπο έκοβε τα σπλιθάρια αραδιαστά, στοιχισμένα και ζυγισμένα σαν στρατιωτάκια. Μετά το κόψιμο του σπλιθαριού ο σπλιθοκόπος πλενόταν πολύ καλά και έτσι βρεγμένος όπως ήταν ξεκολλούσε εύκολα το άλλο σπλιθάρι.

Τις επόμενες μέρες τα γύριζαν τα σπλιθάρια για να στεγνώσουν. Μετά από μερικές μέρες και αφού στέγνωναν, γίνονταν η μεταφορά τους με τα κάρα στον τόπο που θα χτιζόταν το κοτέτσι ή ο στάβλος ή άλλο κτίσμα.

Για να μεταφερθούν όμως με τα κάρα, έπρεπε να φορτωθούν με τα χέρια. Και να σκεφτεί κανείς τον καρολόγο και το φορτωτή τι βάρος σήκωναν και πόσες μετάνοιες έκαναν για το κάθε σπλιθάρι.

Το κάθε σπλιθάρι ζύγιζε 35-40 κιλά. Και τα σκυψίματα ήταν: ένα για το γύρισμα, ένα για να σηκωθεί το σπλιθάρι και να φορτωθεί στο κάρο, ένα για να ξεφορτωθεί και ένα για να μεταφερθεί από την ντάνα στο μέρος που έκτιζε ο κτίστης.

Δηλαδή περίπου τέσσερα σκυψίματα για το κάθε σπλιθάρι και αν υποθέσουμε ότι για ένα στάβλο χρειάζονταν 800 σπλιθάρια, τότε έχουμε σύνολο 3.200 σκυψίματα (μετάνοιες), τόσες όσες δεν κάνουν όλοι μαζί οι Νιοχωρίτες τη Μ. Σαρακοστή στην εκκλησία της Αγ. Τριάδας.

Περίπου άλλα τόσα σκυψίματα έκανε ο καρολόγος και ο χτίστης. Όμως επειδή οι καρολόγοι του χωριού ο Θανάσης ο Θεριανός – Νιάνκας και ο Μήτσος ο Χάπος – Μπαχάλιος είχαν μια κάποια ηλικία, έστελναν τα παιδιά τους.

Εκείνο που θα μου μείνει αξέχαστο είναι το ότι η Νανή του Βέργη και εγώ, που ήμουν τότε 14 χρονών, είχαμε μεταφέρει από του Σπανού στο χωριό γύρω στα 1.500 σπλιθάρια σε μια μέρα για να χτιστεί το μεγάλο εκείνο κρασόσπιτο του μακαρίτη του Αντρέα του Βέργη όπου στη θέση του σήμερα βρίσκονται χτισμένα τα διαμερίσματα της Νανής και της Κατίνας.

Όμως το χτίσιμο ήταν λίγο προβληματικό κι αυτό γιατί οι χτίστες δε βρίσκονταν εύκολα. Και χτίστες δόξα τω Θεώ υπήρχαν πολλοί στα χωριά μας, αλλά: Αλλά δε καταδέχονταν μερικοί μερικοί να χτίσουν σπλιθάρια γιατί το ήθελαν για αρχιμάστορες…

Βέβαια το ότι ήταν αρχιμάστορες δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε γιατί πραγματικά ένας ήταν ο Σπύρος ο Παπατσαλούνας, ένας ο Σπύρος ο Μπουργιούς, ένας ο Μιλτιάδης ο Σκιάς και ένας ο Αλέκος ο Γοργάλιας. Μετά φυσικά, αναδείχτηκαν και άλλοι.

Ο Προκόπης ο Μαμέτης, ο Μήτσος ο Βούρκος, ο Νικηφόρος ο Μπόρος, ο Θρασύβουλος ο Παπατσαλούνας και πολλοί άλλοι τους οποίους δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή και δεν θέλω να με παρεξηγήσουν. Για τους νεότερους δεν κάνω λόγο γιατί τότε ήταν παιδιά.

Ο γραφικότερος από όλους ήταν ο Φίλιππος ο Ντούκας. Το ‘θελε και για καλός μάστορας, όμως επειδή ανακατευόταν και με άλλες τέχνες (βουτσιά, αργαλειούς, μαγγάνους, λανάρια, γουδιά, κοπάνους, αδράχτια, φούρνους κ.ά.) δεν είχε τελειοποιήσει την τέχνη του όπως οι παραπάνω που ανέφερα.

Ακόμη δεν είχε και πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Εργαλεία του είχε ένα μυστρί, ένα σφυρί, μια στάντζα και έναν πήχη που από τη μια άκρη του κρέμονταν με σπάγκο ένα βαρίδι και αυτό ήταν το νουβέλο του για τις γωνίες, για τις πόρτες, για τα παράθυρα, ώστε να είναι κατακόρυφα.

Για την οριζοντιότητα είχε το αλφάδι του δηλ. ένα ισοσκελές Α που από την κορυφή κρεμόταν το βαρίδι και ο σπάγκος έπρεπε να περνά από το μέσο της οριζόντιας σανίδας. Με αυτά πρόσφερε την τέχνη του.

Σήμερα όμως τα πάντα έχουν αντικατασταθεί με σύγχρονα υλικά και μέσα που κάνουν πιο εύκολα τα πράγματα. Όμως, πέρα από αυτό, η νοσταλγία του παρελθόντος είναι μεγάλη γιατί ο κόσμος ήταν απλός, ευγενικός, φιλόξενος γιατί είχε μέσα του ανθρωπιά.

Στις μέρες μας αυτά έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Αλίμονο! Ας προσπαθήσουμε να ξαναγίνουμε οι απλοί, ευγενικοί, οι φιλόξενοι και γεμάτοι ανθρωπιά, όπως πριν, άνθρωποι.

Νούφρης


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!