Να μην αντιλέγουμε εριστικά ούτε και όταν πιστεύουμε πώς έχουμε δίκιο, αλλά, για χάρη του Θεού, σε όλα να υποχωρούμε απέναντι στον πλησίον. Του αββά Μάρκου
Του Αββά Ησαΐα
Αν κατοικείς μαζί με άλλον αδελφό και θέλεις να γίνει κάτι, ο αδελφός όμως αυτός δεν θέλει, τότε, για να μη μαλώσετε και τον λυπήσεις, να υποτάξεις σ΄ εκείνον το θέλημά σου. Να είσαι απέναντι στον αδελφό σου σαν φιλοξενούμενός του.
Αν σου επιβάλλει κάτι πού δεν θέλεις, πολέμησε το θέλημά σου ώσπου να εκτελέσεις την προσταγή, για να μην τον στενοχωρήσεις, να μη χάσεις τη συστολή σου απέναντί του και να μη διαταράξεις την ειρηνική σας συμβίωση.
Αν, λ.χ., σου πει, «Ψήσε μου τίποτα», εσύ πες του: «Τι θέλεις να σου κάνω;»
Και αν σ΄ αφήσει στη διάθεσή σου, λέγοντας «(Κάνε) ό,τι θέλεις», τότε ετοίμασέ του ό,τι σας βρίσκεται με φόβο Θεού.
Αν θελήσετε να πάτε σε καμιά μικρή εργασία, να μην περιφρονήσει ο ένας τον άλλο και βγει μόνος, αφήνοντας στο κελί τον αδελφό του να ελέγχεται από τη συνείδησή του, αλλά ας του πει με αγάπη: «Θέλεις να πάμε (μαζί);»
Και αν δει ότι ο αδελφός του δεν έχει διάθεση την ώρα εκείνη ή είναι σωματικά άρρωστος, ας μη λογομαχήσει, (λέγοντας λ.χ.) ότι «Τώρα πρέπει να φύγουμε», αλλά ας αναβάλει (την εργασία) για λίγο και ας γυρίσει στο κελλί του με φιλευσπλαχνία.
Πρόσεχε, να μην έρθεις σε αντίθεση με τον αδελφό για οτιδήποτε, για να μην τον λυπήσεις.
Αν μένεις (μόνιμα) με κάποιον ή φιλοξενείσαι (κοντά του) και πάρεις από αυτόν μιαν εντολή, πρόσεξε, για το Θεό, να μην την καταφρονήσεις και την αθετήσεις, είτε κρυφά είτε φανερά.
Όπως υποτάσσεται το ζώο στον άνθρωπο, έτσι πρέπει και κάθε άνθρωπος να υποτάσσεται στον πλησίον του για χάρη του Θεού.
Και όπως το ζώο δεν έχει δικό του θέλημα ούτε γνώση, έτσι πρέπει να κάνω κι εγώ όχι μόνο μ΄ εκείνον που συμφωνεί αλλά και μ΄ εκείνον που διαφωνεί μαζί μου, και να υποτάξω τη γνώση μου στον ανίδεο και το θέλημά μου στον ασύνετο.
Και τότε είναι πού θα γνωρίσω πραγματικά τον εαυτό μου και θα καταλάβω τι με βλάπτει.
Γιατί εκείνος που έχει πεποίθηση στην αρετή του και επιμένει στο θέλημά του, δε μπορεί ν΄ αποφύγει την έχθρα ούτε ν΄ αναπαυθεί (ψυχικά) ούτε να δει σε ποια σημεία υστερεί. Και όταν (η ψυχή του) βγει από το σώμα, είναι δύσκολο να βρει έλεος (από το Θεό).
Ο Θεός, περισσότερο απ΄ όλες τις άλλες αρετές, ζητάει από τον άνθρωπο τούτο:
Να ταπεινώνεται και να υποτάσσεται στον πλησίον σε όλα.
Εκείνα πάλι που γεννούν τη φιλονικία είναι τα εξής: η πολυλογία, η μεταφορά στον καθένα λόγων πού του αρέσουν, η παρρησία, η δολιότητα και το να θέλει κανείς να επικρατεί ο λόγος του. Αυτά (κυρίως) είναι που οδηγούν στη φιλονικία, και η ψυχή εκείνου που τα έχει είναι κατοικητήριο όλων των παθών.
Αντιόχου του Πανδέκτη
Ο εριστικός άνθρωπος όχι μόνο με τους συγγενείς του δεν ειρηνεύει ποτέ, μά ούτε και με τους ξένους. Γιατί, θέλοντας να ικανοποιήσει τον εριστικό του λογισμό, πάντα καταφεύγει σε ραδιουργίες και συνεχώς οργίζεται, αλλά και τους άλλους ταράζει, και φτάνει έτσι να γίνεται αντιπαθητικός σε όλους. Είναι γραμμένο σχετικά στη Γένεση, ότι ο Ησαύ πήρε γυναίκες αλλόφυλες, πού μάλωναν με τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα (26:35). Γι αυτό είπε η Ρεβέκα στον Ισάακ: «Προσώχθικα τη ζωή μου διά τάς θυγατέρας των υιών Χέτ» (27:46). Αυτό το χωρίο φανερώνει, ότι τα μαλώματα ταιριάζουν στους άθεους και όχι στους πιστούς και ευσεβείς. Γιατί οι αληθινοί χριστιανοί και μαθητές του Χριστού μιμούνται τον Κύριο και Διδάσκαλό τους, για τον οποίο ήταν γραμμένο, ότι δεν θα φιλονικήσει ούτε θα φωνάξει ούτε θ΄ ακούσει κανείς τη φωνή του στις πλατείες (Ματθ. 12:19. Πρβλ. Ησ. 42:2). Και αυτοί δεν προσπαθούν να λύσουν οποιοδήποτε ζήτημα με μαλώματα και λογομαχίες, αλλά με την υπομονή και την προσευχή και την υπακοή και τη μονολόγιστη ελπίδα (δηλαδή αυτή πού αποβλέπει μόνο στον Κύριο, χωρίς να ταλαντεύεται).
Δεν θέλουν ποτέ να επιβάλλουν το λόγο τους ούτε να ικανοποιήσουν το θέλημά τους, όπως άλλωστε είπε και ο Κύριος:
«Ήλθον ούχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (πρβλ. Ιω. 6:38-39).
Του Άγίου Εφραίμ
Και μ΄ αυτόν τον τρόπο θα φύγει άπρακτος και ντροπιασμένος ο διάβολος, πού υποκινεί τις ταραχές. Γιατί το να φιλονικεί κανείς και να υποστηρίζει το δικό του θέλημα ξεσηκώνει ταραχές και θυμό δυσκολογιάτρευτο. Και ο θυμός, λέει (η Γραφή), «έν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται» (Έκκλ. 7:9). Και (αλλού) πάλι: «Η ροπή του θυμού αυτού πτώσις αυτώ» (Σοφ. Σειρ. 1:22).
Γι αυτό και ο απόστολος παραγγέλλει: «Δούλον Κυρίου ού δεί μάχεσθαι» (Β΄Τιμ. 2:24).
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ποιμήν είπε, ότι το θέλημα του ανθρώπου είναι τείχος χάλκινο ανάμεσα σ΄αυτόν και το Θεό, και πέτρα πού (γυρίζει) και χτυπάει τον ίδιο (τον άνθρωπο). Αν λοιπόν το εγκαταλείψει, θα λέει κι αυτός (όπως ο προφήτης Δαβίδ):
«Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (Ψαλμ. 17:30).
Αν πάλι το δικαίωμα συνεργαστεί με το θέλημα, τότε ο άνθρωπος νικιέται.
Ένας γέροντας είπε:
Ο αββάς Αμμωνάς ρωτήθηκε, ποια είναι η «στενή και τεθλιμμένη» οδός (Ματθ. 7:14).
Και αποκρίθηκε:
– Η «στενή και τεθλιμμένη» οδός είναι το να υποτάσσει κανείς τους λογισμούς του και να κόβει, για χάρη του Θεού, τα θελήματά του. Αυτό σημαίνει άλλωστε, και το «ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).
Ο αββάς Αλώνιος είπε:
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
– Όπου κι αν βρίσκεσαι, αποκρίθηκε, να έχει τη συναίσθηση πώς είσαι πάροικος (δηλαδή ξένος, χωρίς δικαιώματα).
Είπε πάλι (ο αββάς Ποιμήν):
– Να μην ικανοποιήσεις (ποτέ) το θέλημά σου.
Απεναντίας, αυτό που χρειάζεται είναι να ταπεινώνεσαι μπροστά στον αδελφό σου.
Ένας από τους πατέρες είπε την εξής παραβολή για την ταπεινοφροσύνη:
Και (μετά απ΄αυτή την παραβολή) είπε (συμπερασματικά) ο γέροντας:
– Πρέπει (λοιπόν) να υποχωρούμε όταν μας προσβάλλουν και να δίνουμε «τόπον τη οργή» (Ρωμ. 12:19).
Δυο γέροντες ζούσαν μαζί πολλά χρόνια, και ποτέ δεν μάλωσαν.
Είπε λοιπόν (κάποτε) ο ένας στον άλλον:
– Μα δεν ξέρω πώς γίνεται το μάλωμα, απάντησε ο άλλος.
– Να, είπε ο πρώτος, θα βάλω μια μικρή πλίθα στη μέση, και θα λέω πώς είναι δική μου.
Εσύ πάλι θα λες ότι δεν είναι δική μου, αλλά δική σου. Και έτσι θα γίνει η αρχή.
Έβαλε λοιπόν στη μέση την πλίθα και είπε στον άλλον:
– Αυτή είναι δική μου.
– Έ, αν είναι δική σου, πάρε την και πήγαινε, αποκρίθηκε ο πρώτος.
Και έφυγαν, χωρίς να μπορέσουν να μαλώσουν.
Από το βίο του οσίου Συμεών του εν τη μάνδρα
Όταν ο (όσιος) Συμεών σοφίστηκε τον πρωτόγνωρο (για την εποχή του) τρόπο ασκήσεως πάνω στο στύλο και διαδόθηκε έντονα η φήμη του παντού, οι ερημίτες πατέρες ξαφνιάστηκαν από το ασυνήθιστο και παράδοξο αυτό εγχείρημα. Του στέλνουν λοιπόν κάποιους με την εντολή να τον επιπλήξουν για την περίεργη επινόησή του και να του συστήσουν ν΄ ακολουθήσει χωρίς περιφρόνηση τον συνηθισμένο και δοκιμασμένο από τους αγίους δρόμο, όπου βαδίζοντας τόσα πλήθη μακαρίων (ανδρών), ανέβηκαν ως τα επουράνια και κατοίκησαν σ΄ εκείνα τα αιώνια σκηνώματα.
Φτάνοντας λοιπόν οι απεσταλμένοι με τέτοια εντολή στον πατέρα της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής Συμεών, κυριεύθηκαν από σεβασμό απέναντί του μόλις κιόλας τον είδαν και τον χαιρέτισαν. Δεν μπορούσαν ούτε να τον κοιτάξουν στο πρόσωπο. Όμως, για την εντολή των πατέρων πού τους έστειλαν και γι αυτό καθεαυτό το καλό της εκπληρώσεώς της, του λένε χωρίς περιστροφές όλα όσα τους είχαν πει εκείνοι.